μυοκτόνος: Difference between revisions

From LSJ

ὁμοῦ ἦν καὶ ἔχειν τὴν πόλιν καὶ τὸ γένος ὅλον μετὰ τῆς πόλεως → it was much the same thing to have the city and to have the whole race together with the city

Source
m (Text replacement - "<i>ὁ [[" to "ὁ [[")
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=myoktonos
|Transliteration C=myoktonos
|Beta Code=muokto/nos
|Beta Code=muokto/nos
|Definition=ον, (κτείνω) <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">of mouse-killing</b>, τρόπαιον <span class="bibl">Batr.159</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> Subst. <b class="b3">μυοκτόνος, ὁ,</b> = [[μυοφόνον]], <span class="bibl">Nic. <span class="title">Al.</span>36</span>, <span class="bibl">305</span>.</span>
|Definition=ον, (κτείνω) <span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">of mouse-killing</b>, τρόπαιον <span class="bibl">Batr.159</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> Subst. <b class="b3">μυοκτόνος, ὁ,</b> = [[μυοφόνον]], <span class="bibl">Nic. <span class="title">Al.</span>36</span>, <span class="bibl">305</span>.</span>
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 12:55, 11 December 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μῠοκτόνος Medium diacritics: μυοκτόνος Low diacritics: μυοκτόνος Capitals: ΜΥΟΚΤΟΝΟΣ
Transliteration A: myoktónos Transliteration B: myoktonos Transliteration C: myoktonos Beta Code: muokto/nos

English (LSJ)

ον, (κτείνω)    A of mouse-killing, τρόπαιον Batr.159.    II Subst. μυοκτόνος, ὁ, = μυοφόνον, Nic. Al.36, 305.

German (Pape)

[Seite 218] Mäuse tödtend; Batrach. 161; ἀκόνιτον, Nic. Al. 36. 305.

Greek (Liddell-Scott)

μυοκτόνος: -ον, (κτείνω) = μυοφόνος, Βατραχομυομ. 159· ὁ μυοκτόνος, φυτόν τι, εἶδος ἀκονίτου, Νικ. Ἀλεξιφ. 36. 305.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui tue les rats.
Étymologie: μῦς, κτείνω.

Greek Monolingual

-ο (ΑΜ μυοκτόνος, -ον)
αυτός που σκοτώνει τα ποντίκια («γαλῆν τῶν μυοκτόνων», Τζέτζ.)
νεοελλ.
το ουδ. ως ουσ. το μυοκτόνο
φάρμακο με το οποίο εξολοθρεύονται τα ποντίκια, ποντικοφάρμακο
αρχ.
το αρσ. ως ουσ.μυοκτόνος
είδος του φυτού ακονίτου, το μυοφόνον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μυς, μυός «ποντικός» + -κτόνος (< κτείνω), πρβλ. παιδο-κτόνος.

Greek Monotonic

μυοκτόνος: -ον (κτείνω), αυτός που φονεύει ποντίκια, σε Βατραχομ.

Russian (Dvoretsky)

μυοκτόνος: знаменующий избиение мышей (τρόπαιον Batr.).

Middle Liddell

μυο-κτόνος, ον κτείνω
mouse-killing, Batr.