Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

υπνωτικός: Difference between revisions

From LSJ
mNo edit summary
m (Text replacement - "πλεῑστ" to "πλεῖστ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό / [[ὑπνωτικός]], -ή, -όν, ΝΜΑ [[ὑπνῶ, -όω]]<br /><b>1.</b> αυτός που φέρνει ύπνο, που προκαλεί [[νύστα]] («ψυκτικὰ τὰ πλεῑστα τῶν ὑπνωτικῶν φαρμάκων ἐστί», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το υπνωτικό</i>(<i>ν</i>)<br />[[ουσία]] που φέρνει ύπνο<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ύπνωση (α. «υπνωτική [[κατάσταση]]» β. «υπνωτική [[εξεργασία]]»)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «υπνωτική [[έκσταση]]»<br /><b>(ψυχολ.)</b> [[κατάσταση]] υψηλής ευαισθησίας στην [[υποβολή]] που προκαλείται από έναν υπνωτιστή και μοιάζει με ονειρική [[κατάσταση]]<br />β) «υπνωτική [[παλινδρόμηση]]»<br /><b>(ψυχολ.)</b> [[διαδικασία]] [[κατά]] την οποία ξεχασμένες ή απωθημένες εμπειρίες αναβιώνονται υπό την [[επίδραση]] ύπνωσης<br />γ) «υπνωτικά [[μέσα]]»<br />(ποιν. δίκ.) [[μέσα]] περιοριστικά ή μηδενιστικά της συνειδητής και εκούσιας συμπεριφοράς του προσώπου και, ειδικότερα, της [[προς]] [[αντίσταση]] ικανότητάς του, [[μέσα]] τών οποίων η [[χρήση]] θεωρείται ποινικώς ως [[άσκηση]] σωματικής βίας<br /><b>αρχ.</b><br />[[νυσταλέος]].
|mltxt=-ή, -ό / [[ὑπνωτικός]], -ή, -όν, ΝΜΑ [[ὑπνῶ, -όω]]<br /><b>1.</b> αυτός που φέρνει ύπνο, που προκαλεί [[νύστα]] («ψυκτικὰ τὰ πλεῖστα τῶν ὑπνωτικῶν φαρμάκων ἐστί», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το υπνωτικό</i>(<i>ν</i>)<br />[[ουσία]] που φέρνει ύπνο<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ύπνωση (α. «υπνωτική [[κατάσταση]]» β. «υπνωτική [[εξεργασία]]»)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «υπνωτική [[έκσταση]]»<br /><b>(ψυχολ.)</b> [[κατάσταση]] υψηλής ευαισθησίας στην [[υποβολή]] που προκαλείται από έναν υπνωτιστή και μοιάζει με ονειρική [[κατάσταση]]<br />β) «υπνωτική [[παλινδρόμηση]]»<br /><b>(ψυχολ.)</b> [[διαδικασία]] [[κατά]] την οποία ξεχασμένες ή απωθημένες εμπειρίες αναβιώνονται υπό την [[επίδραση]] ύπνωσης<br />γ) «υπνωτικά [[μέσα]]»<br />(ποιν. δίκ.) [[μέσα]] περιοριστικά ή μηδενιστικά της συνειδητής και εκούσιας συμπεριφοράς του προσώπου και, ειδικότερα, της [[προς]] [[αντίσταση]] ικανότητάς του, [[μέσα]] τών οποίων η [[χρήση]] θεωρείται ποινικώς ως [[άσκηση]] σωματικής βίας<br /><b>αρχ.</b><br />[[νυσταλέος]].
}}
}}

Latest revision as of 08:50, 27 March 2021

Greek Monolingual

-ή, -ό / ὑπνωτικός, -ή, -όν, ΝΜΑ ὑπνῶ, -όω
1. αυτός που φέρνει ύπνο, που προκαλεί νύστα («ψυκτικὰ τὰ πλεῖστα τῶν ὑπνωτικῶν φαρμάκων ἐστί», Πλούτ.)
2. το ουδ. ως ουσ. το υπνωτικό(ν)
ουσία που φέρνει ύπνο
νεοελλ.
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ύπνωση (α. «υπνωτική κατάσταση» β. «υπνωτική εξεργασία»)
2. φρ. α) «υπνωτική έκσταση»
(ψυχολ.) κατάσταση υψηλής ευαισθησίας στην υποβολή που προκαλείται από έναν υπνωτιστή και μοιάζει με ονειρική κατάσταση
β) «υπνωτική παλινδρόμηση»
(ψυχολ.) διαδικασία κατά την οποία ξεχασμένες ή απωθημένες εμπειρίες αναβιώνονται υπό την επίδραση ύπνωσης
γ) «υπνωτικά μέσα»
(ποιν. δίκ.) μέσα περιοριστικά ή μηδενιστικά της συνειδητής και εκούσιας συμπεριφοράς του προσώπου και, ειδικότερα, της προς αντίσταση ικανότητάς του, μέσα τών οποίων η χρήση θεωρείται ποινικώς ως άσκηση σωματικής βίας
αρχ.
νυσταλέος.