ευωχούμαι: Difference between revisions
Εὔτολμος εἶναι κρῖνε, τολμηρὸς δὲ μή → Audentiam tibi sume, non audaciam → Entschlossen zeige Mut, doch nicht Verwegenheit
m (Text replacement - "τοῡ" to "τοῦ") |
m (Text replacement - "οῡμαι" to "οῦμαι") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-έομαι (Α | |mltxt=-έομαι (Α εὐωχοῦμαι, -έομαι και ενεργ. εὐωχῶ, -έω)<br />[[συμποσιάζω]], [[διασκεδάζω]], [[ξεφαντώνω]], [[γλεντοκοπώ]], [[χαροκοπώ]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[προσφέρω]] [[γεύμα]], [[φιλεύω]] κάποιον<br /><b>2.</b> (για ζώα) [[διατρέφω]] καλά<br /><b>3.</b> [[παρέχω]] [[τροφή]]<br /><b>4.</b> (για [[κάθε]] είδους [[απόλαυση]]) [[παρέχω]] πλούσια, [[προσφέρω]] άφθονα<br /><b>5.</b> (για υποζύγια) τρέφομαι, [[βόσκω]] άφθονα<br /><b>6.</b> <b>φρ.</b> α) «εὐωχοῦμαι ἐπινίκια» — [[τελώ]] επινίκια [[εορτή]] με [[συμπόσιο]]<br />β) «εὐωχοῦμαι γάμους» — [[εορτάζω]] γάμους με [[συμπόσιο]]<br /><b>7.</b> [[απολαμβάνω]] [[κάτι]] [[πάρα]] πολύ, ευχαριστιέμαι («εὐωχοῡ τοῦ λόγου» — εντρύφησε στο λόγο, απόλαυσε τη [[συζήτηση]], <b>Πλάτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> «Σύνθ. εκ συναρπαγής» από τη ρηματική [[φράση]] <i>εὖ ἔχω</i> «έχω [[καλώς]], βρίσκομαι σε καλή [[κατάσταση]]» με την εκτεταμένη-ετεροιωμένη [[βαθμίδα]] -<i>ωχ</i>- του ρ. <i>έχω</i>]. | ||
}} | }} |
Revision as of 16:27, 26 March 2021
Greek Monolingual
-έομαι (Α εὐωχοῦμαι, -έομαι και ενεργ. εὐωχῶ, -έω)
συμποσιάζω, διασκεδάζω, ξεφαντώνω, γλεντοκοπώ, χαροκοπώ
αρχ.
1. προσφέρω γεύμα, φιλεύω κάποιον
2. (για ζώα) διατρέφω καλά
3. παρέχω τροφή
4. (για κάθε είδους απόλαυση) παρέχω πλούσια, προσφέρω άφθονα
5. (για υποζύγια) τρέφομαι, βόσκω άφθονα
6. φρ. α) «εὐωχοῦμαι ἐπινίκια» — τελώ επινίκια εορτή με συμπόσιο
β) «εὐωχοῦμαι γάμους» — εορτάζω γάμους με συμπόσιο
7. απολαμβάνω κάτι πάρα πολύ, ευχαριστιέμαι («εὐωχοῡ τοῦ λόγου» — εντρύφησε στο λόγο, απόλαυσε τη συζήτηση, Πλάτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. «Σύνθ. εκ συναρπαγής» από τη ρηματική φράση εὖ ἔχω «έχω καλώς, βρίσκομαι σε καλή κατάσταση» με την εκτεταμένη-ετεροιωμένη βαθμίδα -ωχ- του ρ. έχω].