ιδιαίτερος: Difference between revisions
ἀκίνδυνοι δ' ἀρεταὶ οὔτε παρ' ἀνδράσιν οὔτ' ἐν ναυσὶ κοίλαις τίμιαι → but excellence without danger is honored neither among men nor in hollow ships
m (Text replacement - "τοῡ" to "τοῦ") |
m (Text replacement - " τοῑς " to " τοῖς ") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο, θηλ. και ιδιαιτέρα (ΑΜ [[ἰδιαίτερος]], -έρα, -ον)<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αρμόζει σε κάποιον (α. «ιδιαίτερη [[κατοικία]]» β. «ιδιαίτερη [[πατρίδα]]» — ο [[τόπος]] γέννησης<br />γ. «ἔνιαι τῶν αἰσθήσεων ἐν τῇ κεφαλῇ | |mltxt=-η, -ο, θηλ. και ιδιαιτέρα (ΑΜ [[ἰδιαίτερος]], -έρα, -ον)<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αρμόζει σε κάποιον (α. «ιδιαίτερη [[κατοικία]]» β. «ιδιαίτερη [[πατρίδα]]» — ο [[τόπος]] γέννησης<br />γ. «ἔνιαι τῶν αἰσθήσεων ἐν τῇ κεφαλῇ τοῖς ζῴοις εἰσὶ, τοῦτο δ' ὁρῶντες ἰδιαίτερον ὂν τῶν ἄλλων μορίων», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>2.</b> ο [[ξεχωριστός]], ο [[εξαίρετος]] («ιδιαίτερες ικανότητες»)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> ο [[προσεγμένος]], ο [[φροντισμένος]] («ιδιαίτερες περιποιήσεις»)<br /><b>2.</b> ο μη [[κοινός]] με άλλους, ο [[χωριστός]] («ιδιαίτερο [[υπόμνημα]]»)<br /><b>3.</b> <b>το αρσ. και θηλ. ως ουσ.</b> ο [[ιδιαίτερος]], <i>η ιδιαιτέρα</i><br />[[προσωπικός]] αποκλειστικά [[γραμματέας]] αξιωματούχου, [[συνήθως]] υπουργού<br /><b>4.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τα ιδιαίτερα</i><br />προσωπικές υποθέσεις, ατομικές υποθέσεις («μην ανακατεύεσαι στα ιδιαίτερά μου»). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ιδιαιτέρως</i> και <i>ιδιαίτερα</i><br /><b>1.</b> [[χωριστά]] από τους άλλους, μεμονωμένα («[[θέλω]] να σού μιλήσω ιδιαιτέρως»)<br /><b>2.</b> εξαιρετικά («τον εκτιμά ιδιαιτέρως»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ίδιος]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. συγκρ. βαθμού -<i>αιτερος</i> ([[αντί]] -<i>οτερος</i> / -<i>ωτερος</i>), <b>[[πρβλ]].</b> <i>ησυχ</i>-<i>αίτερος</i>, <i>παλ</i>-<i>αίτερος</i>]. | ||
}} | }} |
Revision as of 17:58, 25 March 2021
Greek Monolingual
-η, -ο, θηλ. και ιδιαιτέρα (ΑΜ ἰδιαίτερος, -έρα, -ον)
1. αυτός που ανήκει ή αρμόζει σε κάποιον (α. «ιδιαίτερη κατοικία» β. «ιδιαίτερη πατρίδα» — ο τόπος γέννησης
γ. «ἔνιαι τῶν αἰσθήσεων ἐν τῇ κεφαλῇ τοῖς ζῴοις εἰσὶ, τοῦτο δ' ὁρῶντες ἰδιαίτερον ὂν τῶν ἄλλων μορίων», Αριστοτ.)
2. ο ξεχωριστός, ο εξαίρετος («ιδιαίτερες ικανότητες»)
νεοελλ.
1. ο προσεγμένος, ο φροντισμένος («ιδιαίτερες περιποιήσεις»)
2. ο μη κοινός με άλλους, ο χωριστός («ιδιαίτερο υπόμνημα»)
3. το αρσ. και θηλ. ως ουσ. ο ιδιαίτερος, η ιδιαιτέρα
προσωπικός αποκλειστικά γραμματέας αξιωματούχου, συνήθως υπουργού
4. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα ιδιαίτερα
προσωπικές υποθέσεις, ατομικές υποθέσεις («μην ανακατεύεσαι στα ιδιαίτερά μου»).
επίρρ...
ιδιαιτέρως και ιδιαίτερα
1. χωριστά από τους άλλους, μεμονωμένα («θέλω να σού μιλήσω ιδιαιτέρως»)
2. εξαιρετικά («τον εκτιμά ιδιαιτέρως»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ίδιος + κατάλ. συγκρ. βαθμού -αιτερος (αντί -οτερος / -ωτερος), πρβλ. ησυχ-αίτερος, παλ-αίτερος].