κορμός: Difference between revisions

From LSJ

οὗ δ' ἂν Ἔρως μὴ ἐφάψηται, σκοτεινός → he on whom Love has laid no hold is obscure | he whom Love touches not walks in darkness

Source
(2a)
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=kormos
|Transliteration C=kormos
|Beta Code=kormo/s
|Beta Code=kormo/s
|Definition=(A), ὁ, (κείρω) <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">trunk</b> of a tree (with the boughs lopped off), <span class="bibl">Od.23.196</span>, <span class="bibl">E.<span class="title">Hec.</span>575</span>, <span class="bibl"><span class="title">HF</span>242</span>; κ. ἐλάας <span class="bibl">Ar.<span class="title">Lys.</span>255</span>; κ. ἐλάϊνοι <span class="bibl"><span class="title">PCair.Zen.</span>431</span> (iii B. C.); <b class="b3">κορμοὶ ξύλων</b> <b class="b2">logs</b> of timber, <span class="bibl">Hdt.7.36</span>, <span class="bibl"><span class="title">PCair.Zen.</span>154.2</span> (iii B. C.); <b class="b3">κ. ναυτικοί</b>, i.e. oars, <span class="bibl">E.<span class="title">Hel.</span>1601</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">2</span> <b class="b3">ἀπὸ κορμοῦ εἰς κορμόν</b>, in measurement of an irrigated vineyard, prob. from <b class="b2">block</b> to <b class="b2">block</b>, i.e. from <b class="b2">sluice</b> to <b class="b2">sluice</b>, PFlor.50.2, al. (iii A. D.); cf. [[κορμολογία]].</span>
|Definition=(A), ὁ, (κείρω) <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[trunk]] of a tree (with the boughs lopped off), <span class="bibl">Od.23.196</span>, <span class="bibl">E.<span class="title">Hec.</span>575</span>, <span class="bibl"><span class="title">HF</span>242</span>; κ. ἐλάας <span class="bibl">Ar.<span class="title">Lys.</span>255</span>; κ. ἐλάϊνοι <span class="bibl"><span class="title">PCair.Zen.</span>431</span> (iii B. C.); <b class="b3">κορμοὶ ξύλων</b> [[logs]] of timber, <span class="bibl">Hdt.7.36</span>, <span class="bibl"><span class="title">PCair.Zen.</span>154.2</span> (iii B. C.); <b class="b3">κ. ναυτικοί</b>, i.e. oars, <span class="bibl">E.<span class="title">Hel.</span>1601</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">2</span> <b class="b3">ἀπὸ κορμοῦ εἰς κορμόν</b>, in measurement of an irrigated vineyard, prob. from [[block]] to [[block]], i.e. from [[sluice]] to [[sluice]], PFlor.50.2, al. (iii A. D.); cf. [[κορμολογία]].</span>
}}
}}
{{ls
{{ls

Revision as of 16:25, 28 June 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κορμός Medium diacritics: κορμός Low diacritics: κορμός Capitals: ΚΟΡΜΟΣ
Transliteration A: kormós Transliteration B: kormos Transliteration C: kormos Beta Code: kormo/s

English (LSJ)

(A), ὁ, (κείρω)

   A trunk of a tree (with the boughs lopped off), Od.23.196, E.Hec.575, HF242; κ. ἐλάας Ar.Lys.255; κ. ἐλάϊνοι PCair.Zen.431 (iii B. C.); κορμοὶ ξύλων logs of timber, Hdt.7.36, PCair.Zen.154.2 (iii B. C.); κ. ναυτικοί, i.e. oars, E.Hel.1601.    2 ἀπὸ κορμοῦ εἰς κορμόν, in measurement of an irrigated vineyard, prob. from block to block, i.e. from sluice to sluice, PFlor.50.2, al. (iii A. D.); cf. κορμολογία.

Greek (Liddell-Scott)

κορμός: ὁ, (κείρω) ὁ κορμὸς δένδρου (ἀποκεκομμένων τῶν κλάδων), Ὀδ. Ψ. 196, Εὐρ. Ἑκάβ. 575, Ἡρ. Μαιν. 242· κ. ἐλάας Ἀριστοφ. Λυσ. 255· κορμοὶ ξύλων, τεμάχια κορμοῦ, Ἡρόδ. 7. 36· κ. ναυτικοί, δηλ. κῶπαι, Εὐρ. Ἑλ. 1601.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
1 tronc d’arbre;
2 bûche.
Étymologie: κείρω.

English (Autenrieth)

(κείρω): log, trunk of a tree, Od. 23.196†.

Greek Monolingual

ο (ΑM κορμός)
1. το κύριο μέρος του δένδρου από τις ρίζες μέχρι τις πρώτες διακλαδώσεις («πληροῡσιν πυρὰν κορμοὺς φέροντες πευκίνους», Ευρ.)
2. το στέλεχος του δέντρου από το οποίο έχουν αποκοπεί οι κλάδοι
3. το κεντρικό και κύριο μέρος του σώματος τών ζώων και μάλιστα τών σπονδυλωτών, σε αντιδιαστολή προς την κεφαλή και τα άκρα
νεοελλ.
1. είδος γλυκού με σχήμα κορμού δένδρου
2. (μεταλργ.) ημικατεργασμένο προϊόν ελάσεως που λαμβάνεται μετά το πλίνθωμα
3. (φρ. «μαθήματα κορμού» — τα μαθήματα της Γ' τάξης λυκείου τα οποία δεν περιλαμβάνονται στις πανελλήνιες εξετάσεις και είναι κοινά για όλες τις δέσμες
νεοελλ.-μσν.
το κύριο μέρος κάθε πράγματος, η βάση (α. «κορμός πλοίου» β. «κορμός του κίονα»)
αρχ.
1. μικρό αυλάκι στο οποίο διοχετευόταν μέρος του νερού τών διωρύγων και τών μεγάλων αυλακιών στα αρδευτικά έργα, στους υδροφράκτες κ.λπ.
2. φρ. «κορμοὶ ναυτικοί» — κουπιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κείρω «κόβω». Εμφανίζει την ετεροιωμένη βαθμίδα kor- της ΙΕ ρίζας ker- στην οποία ανάγεται το ρ.].

Greek Monotonic

κορμός: ὁ (κείρω), κορμός δέντρου (με τα κλαδιά κομμένα), σε Ομήρ. Οδ., Ευρ.· κορμοὶ ξύλων, κομμάτια κορμών, σε Ηρόδ.· κ. ναυτικοί, δηλ. κουπιά, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

κορμός:
1) ствол (ἐλαίης Hom.; δρυός Eur.);
2) бревно (κορμοὶ ξύλων Her.);
3) шест, багор: κ. ναυτικός Eur. весло.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κορμός -οῦ, ὁ [κείρω] boomstronk:. κορμοὶ ξύλων houtblokken Hdt. 7.36.4; κ. ναυτικός roeiriem Eur. Hel. 1601.

Frisk Etymological English

Meaning: piece cut off, clump, trunk
See also: s. κείρω.

Middle Liddell

κορμός, οῦ, κείρω
the trunk of a tree (with the boughs lopped off), Od., Eur.; κορμοὶ ξύλων logs of timber, Hdt.; κ. ναυτικοί, i. e. oars, Eur.

Frisk Etymology German

κορμός: {kormós}
Grammar: m.
Meaning: abgehauenes Stück, Klotz, Rumpf
See also: s. κείρω.
Page 1,922