πολύσπλαγχνος: Difference between revisions
εἰ δὲ τύχῃ τις ἔρδων, μελίφρον' αἰτίαν ῥοαῖσι Μοισᾶν ἐνέβαλε → if someone is successful in his deeds, he casts a cause for sweet thoughts into the streams of the Muses
(c2) |
(cc2) |
||
Line 38: | Line 38: | ||
}} | }} | ||
{{Chinese | {{Chinese | ||
|sngr='''原文音譯''':polÚsplagcnoj 坡呂-士普拉格赫挪士< | |sngr='''原文音譯''':polÚsplagcnoj 坡呂-士普拉格赫挪士<br />'''詞類次數''':形容詞(1)<br />'''原文字根''':許多-交換<br />'''字義溯源''':極有憐憫心的,滿心憐憫,滿了憐憫,體恤的,同情的;由([[πολύς]])*=多)與([[σπλάγχνον]])*=心腸,慈心)組成<br />'''出現次數''':總共(1);雅(1)<br />'''譯字彙編''':<br />1) 滿了憐憫(1) 雅5:11 | ||
}} | }} |
Revision as of 14:20, 3 October 2019
English (LSJ)
ον,
A of great mercy, Ep.Jac.5.11.
German (Pape)
[Seite 673] sehr mitleidig, N. T. u. K. S.
Greek (Liddell-Scott)
πολύσπλαγχνος: -ον, = πολυεύσπλαγχνος, Ἐπιστ. Ἰακώβου ε΄, 11, Θεόδ. Στουδ. σ. 615.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
très miséricordieux.
Étymologie: πολύς, σπλάγχνον.
English (Strong)
from πολύς and σπλάγχνον (figuratively); extremely compassionate: very pitiful.
Greek Monolingual
-ον, ΜΑ
πολύ ευσπλανχνικός, πολυεύσπλανχνος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -σπλαγχνος (< σπλάγχνα «καρδιά»), πρβλ. μεγαλό-σπλαγχνος].
Greek Monotonic
πολύσπλαγχνος: -ον, αυτός που έχει μεγάλη ευσπλαγχνία, σε Καινή Διαθήκη
Russian (Dvoretsky)
πολύσπλαγχνος: весьма милосердный NT.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πολύσπλαγχνος -ον [πολύς, σπλάγχνον] zeer medelevend.
Middle Liddell
πολύ-σπλαγχνος, ον,
of great mercy, NTest.
Chinese
原文音譯:polÚsplagcnoj 坡呂-士普拉格赫挪士
詞類次數:形容詞(1)
原文字根:許多-交換
字義溯源:極有憐憫心的,滿心憐憫,滿了憐憫,體恤的,同情的;由(πολύς)*=多)與(σπλάγχνον)*=心腸,慈心)組成
出現次數:總共(1);雅(1)
譯字彙編:
1) 滿了憐憫(1) 雅5:11