отличаться: Difference between revisions
From LSJ
ἐν τῷ θέρει τὴν χλαῖναν κατατρίβων → wearing out one's cloak in summertime
(5) |
(DvTab) |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{ruel | {{ruel | ||
|rueltext=[[καίνυμαι]], [[ἐλλαμπρύνομαι]], [[πρέπω]], [[ἀριστεύω]], [[ἰσχύω]], [[ἐναποδείκνυμαι]], [[ἐμπρέπω]], [[ἐνδιαπρέπω]], [[λαμπρύνω]], [[μερίζω]], [[μερίσδω]], [[μεταπρέπω]], [[ἐπικαίνυμαι]], [[ἀποστατέω]], [[διαλάμπω]] | |rueltext=[[ὑπερέχω]], [[ἀποκρίνω]], [[καίνυμαι]], [[ἐλλαμπρύνομαι]], [[πρέπω]], [[ἀριστεύω]], [[ἰσχύω]], [[ἐναποδείκνυμαι]], [[ἐμπρέπω]], [[ἐνδιαπρέπω]], [[λαμπρύνω]], [[μερίζω]], [[μερίσδω]], [[μεταπρέπω]], [[ἐπικαίνυμαι]], [[ἀποστατέω]], [[διαλάμπω]], [[διαλλάσσω]], [[παραλλάσσω]], [[διαφέρω]], [[ἀφίστημι]], [[ἀπέχω]] | ||
}} | }} |
Latest revision as of 09:16, 15 October 2019
Russian > Greek
ὑπερέχω, ἀποκρίνω, καίνυμαι, ἐλλαμπρύνομαι, πρέπω, ἀριστεύω, ἰσχύω, ἐναποδείκνυμαι, ἐμπρέπω, ἐνδιαπρέπω, λαμπρύνω, μερίζω, μερίσδω, μεταπρέπω, ἐπικαίνυμαι, ἀποστατέω, διαλάμπω, διαλλάσσω, παραλλάσσω, διαφέρω, ἀφίστημι, ἀπέχω