опережать: Difference between revisions
From LSJ
μήτε ἐγρηγορόσιν μήτε εὕδουσι κύρτοις ἀργὸν θήραν διαπονουμένοις → weels that secure a lazy angling for men whether asleep or awake
(4) |
(DvTab) |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{ruel | {{ruel | ||
|rueltext=[[παρατρέχω]], [[προθέω]], [[προτρέχω]], [[ὑπερπαίω]], [[ὑπεκπροθέω]], [[ὑποθέω]], [[ὑπερτρέχω]], [[καταταχέω]], [[προεντυγχάνω]], [[παραφθάνω]], [[παρατροχάζω]], [[προΐστημι]], [[παραπίπτω]], [[ὑπερπηδάω]], [[προκαταταχέω]], [[παραμείβω]], [[ὑπεκφέρω]], [[προαίρω]], [[ὑποφθάνω]] | |rueltext=[[ἐκφέρω]], [[προέρχομαι]], [[παραλλάσσω]], [[παρατρέχω]], [[προθέω]], [[προτρέχω]], [[ὑπερπαίω]], [[ὑπεκπροθέω]], [[ὑποθέω]], [[ὑπερτρέχω]], [[καταταχέω]], [[προεντυγχάνω]], [[παραφθάνω]], [[παρατροχάζω]], [[προΐστημι]], [[παραπίπτω]], [[ὑπερπηδάω]], [[προκαταταχέω]], [[παραμείβω]], [[ὑπεκφέρω]], [[προαίρω]], [[ὑποφθάνω]], [[παρέρχομαι]], [[ὑπερβάλλω]], [[προτρέπω]], [[προβάλλω]], [[παραφέρω]], [[προφέρω]], [[προτερέω]] | ||
}} | }} |
Latest revision as of 09:20, 15 October 2019
Russian > Greek
ἐκφέρω, προέρχομαι, παραλλάσσω, παρατρέχω, προθέω, προτρέχω, ὑπερπαίω, ὑπεκπροθέω, ὑποθέω, ὑπερτρέχω, καταταχέω, προεντυγχάνω, παραφθάνω, παρατροχάζω, προΐστημι, παραπίπτω, ὑπερπηδάω, προκαταταχέω, παραμείβω, ὑπεκφέρω, προαίρω, ὑποφθάνω, παρέρχομαι, ὑπερβάλλω, προτρέπω, προβάλλω, παραφέρω, προφέρω, προτερέω