нагромождать: Difference between revisions
From LSJ
Κόλαζε τὸν πονηρόν, ἄνπερ δυνατὸς ᾖς → Malum castiga, maxime si sis potens → Den Schurken strafe, wenn du dazu fähig bist
(4) |
mNo edit summary |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{ruel | {{ruel | ||
|rueltext=[[ἐποικοδομέω]], [[προπαραβάλλομαι]], [[ἐκσωρεύω]], [[ἐπινέω]], [[προσεπιχώννυμι]], [[περισάττω]], [[σωρεύω]], [[νέω]], [[περινέω]], [[περινηέω]], [[ἀνασωρεύω]], [[προσνέω]], [[στοιβάζω]], [[συννέω]], [[συννήω]], [[κατανέω]], [[παρανηνέω]], [[ἐπιπαρανέω]], [[κορθύνω]], [[προχόω]], [[ἐνσωρεύω]], [[συσσωρεύω]], [[ἐπισωρεύω]], [[ἐπιφορέω]], [[ἐπικυλινδέω]], [[ἐπικυλίω]], [[ἐπαγείρω]], [[συγκομίζω]], [[ἐγκαταλέγω]], [[θημολογέω]], [[θινολογέω]], [[προσσωρεύω]], [[ἀολλίζω]] | |rueltext=[[ἐποικοδομέω]], [[προπαραβάλλομαι]], [[ἐκσωρεύω]], [[ἐπινέω]], [[προσεπιχώννυμι]], [[περισάττω]], [[σωρεύω]], [[νέω]], [[περινέω]], [[περινηέω]], [[ἀνασωρεύω]], [[προσνέω]], [[στοιβάζω]], [[συννέω]], [[συννήω]], [[κατανέω]], [[παρανηνέω]], [[ἐπιπαρανέω]], [[κορθύνω]], [[προχόω]], [[ἐνσωρεύω]], [[συσσωρεύω]], [[ἐπισωρεύω]], [[ἐπιφορέω]], [[ἐπικυλινδέω]], [[ἐπικυλίω]], [[ἐπαγείρω]], [[συγκομίζω]], [[ἐγκαταλέγω]], [[θημολογέω]], [[θινολογέω]], [[προσσωρεύω]], [[ἀολλίζω]], [[παραφοροῦμαι]] | ||
}} | }} |
Latest revision as of 07:40, 23 August 2022
Russian > Greek
ἐποικοδομέω, προπαραβάλλομαι, ἐκσωρεύω, ἐπινέω, προσεπιχώννυμι, περισάττω, σωρεύω, νέω, περινέω, περινηέω, ἀνασωρεύω, προσνέω, στοιβάζω, συννέω, συννήω, κατανέω, παρανηνέω, ἐπιπαρανέω, κορθύνω, προχόω, ἐνσωρεύω, συσσωρεύω, ἐπισωρεύω, ἐπιφορέω, ἐπικυλινδέω, ἐπικυλίω, ἐπαγείρω, συγκομίζω, ἐγκαταλέγω, θημολογέω, θινολογέω, προσσωρεύω, ἀολλίζω, παραφοροῦμαι