сжигать: Difference between revisions

From LSJ

ἔργοισι χρηστός, οὐ λόγοις ἔφυν μόνον → a friend in deeds, and not in words alone

Source
(6)
 
(DvTab)
Line 1: Line 1:
{{ruel
{{ruel
|rueltext=[[λαφύσσω]], [[λαφύττω]], [[πίμπρημι]], [[πιμπράω]], [[πυρπολέω]], [[φλέγω]], [[πυρεύω]], [[φλογίζω]], [[ἐμπίπρημι]], [[ἀμφιπονέομαι]], [[περιφλεύω]], [[περιφλέγω]], [[περικαίω]], [[ἐκπυρόω]], [[ἐμπυρίζω]], [[ὑποπίμπρημι]], [[λαμπαδεύω]], [[καταιθαλόω]], [[ἀνθρακόω]], [[κατανθρακόω]], [[ἐξοπτάω]], [[διαπυρόομαι]], [[καταίθω]], [[ἐπιφλέγω]], [[καταφλέγω]], [[καταφρύγω]], [[κατασμύχω]], [[διαφλέγω]], [[φλεγέθω]], [[καταπυρπολέω]], [[συμπίπρημι]], [[συμφλέγω]], [[καθαγίζω]], [[καταγίζω]]
|rueltext=[[καίω]], [[δαίνυμι]], [[αἴθω]], [[λαφύσσω]], [[λαφύττω]], [[πίμπρημι]], [[πιμπράω]], [[πυρπολέω]], [[φλέγω]], [[πυρεύω]], [[φλογίζω]], [[ἐμπίπρημι]], [[ἀμφιπονέομαι]], [[περιφλεύω]], [[περιφλέγω]], [[περικαίω]], [[ἐκπυρόω]], [[ἐμπυρίζω]], [[ὑποπίμπρημι]], [[λαμπαδεύω]], [[καταιθαλόω]], [[ἀνθρακόω]], [[κατανθρακόω]], [[ἐξοπτάω]], [[διαπυρόομαι]], [[καταίθω]], [[ἐπιφλέγω]], [[καταφλέγω]], [[καταφρύγω]], [[κατασμύχω]], [[διαφλέγω]], [[φλεγέθω]], [[καταπυρπολέω]], [[συμπίπρημι]], [[συμφλέγω]], [[καθαγίζω]], [[καταγίζω]], [[δαίω]]
}}
}}

Revision as of 07:45, 15 October 2019