διαφλέγω
Φύσιν πονηρὰν μεταβαλεῖν οὐ ῥᾴδιον → Haud facile commutatur ingenium malum → Verdorbene Natur zu ändern ist nicht leicht
English (LSJ)
burn up, LXX Ps.82(83).15:—Pass., Plu.Alc.39: metaph., inflame, τὰς ψυχάς Id.Mar.16; οἱ διαφλέξαντες Ἀχιλλέα θυμοί Heraclit.All.20.
Spanish (DGE)
1 incendiar, quemar πῦρ, ὃ διαφλέξει δρυμόν LXX Ps.82.15, cf. Gr.Nyss.Res.251.26, en v. pas. Αἰθίοπες ... ὑπὸ τοῦ ἡλίου Placit.5.30.6, ὑπὸ τοῦ πυρὸς ... τὰ ἱμάτια Plu.Alc.39.
2 fig. inflamar τὰς ψυχάς Plu.Mar.16, τῶν διαφλεξάντων Ἀχιλλέα θυμῶν Heraclit.All.20, en v. pas. διαφλεγόμενοι τῷ φθόνῳ Eun.Hist.69.4, tb. c. ac. de rel. διεφλέγη τὸν θυμὸν ὑπὸ τῶν μελῶν Plu.2.335a.
German (Pape)
[Seite 611] ganz verbrennen, Plut. Alc. 39; τὰς ψυχάς, anfeuern, Mar. 16 u. öfter.
French (Bailly abrégé)
1 brûler à travers ; Pass. διαφλέγομαι = être traversé par la flamme;
2 enflammer.
Étymologie: διά, φλέγω.
Russian (Dvoretsky)
διαφλέγω:
1 сжигать; pass. сгорать (πρὶν ἢ διαφλέγεσθαι τὰ ἱμάτια Plut.);
2 воспламенять, возбуждать (τὰς ψυχάς Plut.): διεφλέχθη τὸν θυμὸν ὑπὸ τῶν μελῶν Plut. от песен он воспламенился душой.
Greek (Liddell-Scott)
διαφλέγω: μέλλ. -ξω, καίω ἐντελῶς, Πλούτ. Ἀλκ. 39· ἐκκαίω, ἀνάπτω, ἐξάπτω, τὰς ψυχὰς ὁ αὐτ. Μαρ. 16.
Greek Monolingual
(ΑΝ)
1. καίω εντελώς, κατακαίω
2. εξάπτω, ερεθίζω («θυμὸς αὐτοῖς παριστάμενος... διέφλεγε τὰς ψυχάς», Πλουτ., Μάριος)
νεοελλ.
θερμαίνω κάτι σ' όλη του τη μάζα.
Greek Monotonic
διαφλέγω: μέλ. -ξω, κατακαίω, σε Πλούτ.· μεταφ., εξάπτω, ερεθίζω, διεγείρω, στον ίδ.