καταίθω
νόσημα γὰρ αἴσχιστον εἶναί φημι συνθέτους λόγους → for I consider false words to be the foulest sickness
English (LSJ)
A burn down, burn to ashes, καταίθουσα… δαλόν (Canter for κ' αἴθουσα) A.Ch.607(lyr.); σὺ δ' οὖν κάταιθε E.Andr.258; ὕφαπτε καὶ κάταιθε Ar.Th.730; πυρὶ καταίθεται τέραμνα E.Tr.1296 (lyr.).
2 metaph., kindle, rouse, Lyc.249; ἔρως με καταίθει Theoc.7.56:—Pass., καταίθεσθαι ἐπί τινι Id.2.40:—A.Fr.359 is corrupt.
German (Pape)
[Seite 1350] verbrennen; δαλόν Aesch. Ch. 599; Περγάμων πυρὶ καταίθεται τέρεμνα Eur. Troad. 1296; ὕφαπτε καὶ κάταιθε Ar. Th. 730; von der Liebe, Antiphil. 2 (V, 307), wie Theocr. 2, 40. 7, 56; Lycophr. Ἄρης γαῖαν 249.
French (Bailly abrégé)
seul. prés.
faire brûler, enflammer, acc..
Étymologie: κατά, αἴθω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κατ-αίθω verbranden, afbranden:; Περγάμων πυρὶ καταίθεται τέραμνα de woningen van Pergamon worden door vuur verteerd Eur. Tr. 1296; overdr. verbranden, verteren:. ἔρως... με καταίθει de liefde verteert mij Theocr. 7.56; ἐπὶ τήνῳ πᾶσα καταίθομαι ik sta voor hem geheel in vuur en vlam Theocr. 2.40.
Russian (Dvoretsky)
καταίθω: (только praes.)
1 сжигать (δαλόν Aesch.; κληματίδας Arph.); pass. гореть (Περγάμων πυρὶ καταίθεται τέρεμνα Eur.);
2 перен. зажигать, воспламенять (ἕρως με καταίθει Theocr.; τὸν δυσέρωτα Anth.): καταίθεσθαι ἐπί τινι Theocr. пламенеть любовью к кому-л.;
3 истреблять, уничтожать (τινα Aesch. ap. Plut.).
Greek Monolingual
καταίθω (Α)
1. κατακαίω
2. εξεγείρω, ανάβω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + αἴθω «καίω»].
Greek Monotonic
καταίθω: κατακαίω, κάνω στάχτη, σε Αισχύλ., Ευρ.· μεταφ., λέγεται για τον έρωτα, σε Θεόκρ.
Greek (Liddell-Scott)
καταίθω: κατακαίω, εἰς τέφραν μεταβάλλω, καταίθουσα… δαλὸν (οὕτως ὁ Canter. ἀντὶ κ’ αἴθουσα) Αἰσχύλ. Χο. 606· σὺ δ’ οὖν κάταιθε Εὐρ. Ἀνδρ. 258· ὕφαπτε καὶ κάταιθε Ἀριστοφ. Θεσμ. 730· καταίθεσθαι πυρὶ Εὐριπ. Τρῳ. 1296. 2) μεταφ., καίω, ἀνάπτω, ἐξεγείρω, Λυκὸφρ. 249· ἔρως με καταίθει Θεόκρ. 7. 56· οὕτω καὶ ἐν τῷ Παθ., καταίθεσθαι ἐπί τινι, ὡς τὸ Λατ. uri, ὁ αὐτ. 2. 40·― τὸ ἐν Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 302 χωρίον εἶναι ἐφθαρμένον.
Middle Liddell
to burn down, burn to ashes, Aesch., Eur.: —metaph. of love, Theocr.