сдерживать: Difference between revisions
From LSJ
πέτρην κοιλαίνει ρανὶς ὕδατος ἐνδελεχείῃ → constant dropping wears away a stone, constant dripping will wear away the hardest stone, little strokes fell big oaks, constant dripping wears the stone, constant dropping wears the stone, constant dripping will wear away a stone
(6) Tag: Replaced |
(fix) |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{ruel | {{ruel | ||
|rueltext=[[ἀνασειράζω]] | |rueltext=[[ἀνασειράζω]], [[ἀντιλαμβάνω]], [[κρατέω]], [[ἐγχαλινόω]], [[σωφρονίζω]], [[ἀναστέλλω]], [[ἀνακρούω]], [[ἀγκρούομαι]], [[συνέχω]], [[ἴσχω]], [[πεδάω]], [[κατακρατέω]], [[καταπέσσω]], [[καταπέττω]], [[καταπέπτω]], [[προσαναστέλλω]], [[καταστέλλω]], [[διατρίβω]], [[ἀνακόπτω]], [[ἐγκατέχω]], [[ἰσχάνω]], [[ἐπιλάζυμαι]], [[παύω]], [[ἀνακωχεύω]], [[ἀνοκωχεύω]], [[συναποβιάζομαι]], [[ἀποπαύω]], [[ἀνείργω]], [[ἀνεέργω]], [[ἐρύκω]], [[συγκατέχω]], [[λήγω]], [[ὑπολαμβάνω]], [[καταλαμβάνω]], [[θεμίζω]], [[σβέννυμι]], [[σβεννύω]], [[παρακατέχω]], [[ἐρητύω]], [[ἀπερύκω]], [[ἐπίσχω]], [[διακατέχω]], [[βεβαιόω]] | ||
}} | }} |
Revision as of 06:40, 15 October 2019
Russian > Greek
ἀνασειράζω, ἀντιλαμβάνω, κρατέω, ἐγχαλινόω, σωφρονίζω, ἀναστέλλω, ἀνακρούω, ἀγκρούομαι, συνέχω, ἴσχω, πεδάω, κατακρατέω, καταπέσσω, καταπέττω, καταπέπτω, προσαναστέλλω, καταστέλλω, διατρίβω, ἀνακόπτω, ἐγκατέχω, ἰσχάνω, ἐπιλάζυμαι, παύω, ἀνακωχεύω, ἀνοκωχεύω, συναποβιάζομαι, ἀποπαύω, ἀνείργω, ἀνεέργω, ἐρύκω, συγκατέχω, λήγω, ὑπολαμβάνω, καταλαμβάνω, θεμίζω, σβέννυμι, σβεννύω, παρακατέχω, ἐρητύω, ἀπερύκω, ἐπίσχω, διακατέχω, βεβαιόω