ἐπίσχω
Ἡ πενία δ' ἀγνώμονάς γε τοὺς πολλοὺς ποιεῖ → Immemores beneficiorum gignit inopia → Die Armut macht die meisten rücksichtslos und hart
English (LSJ)
redupl. pres. of ἐπέχω,
A hold or direct towards, ἐπίσχειν ὠκέας ἵππους Il.17.465; νῶϊν against us, Hes.Sc.350; (σελάννα) φάος ἐπίσχει θάλασσαν ἐπ' ἀλμύραν Sapph.Supp.25.9.
II restrain, keep in check, ἔπισχε μένος Hes.Sc.446; τόδε γε [τὸ δέος] οὐδὲν ἐπίσχει Th.3.45, cf. Pl.Lg.932e, Phlb.45d; τὸ ἐπίσχον obstruction, Arist.Cael. 311a9: c. gen., ἐπίσχετε θυμὸν ἐνιπῆς καὶ χειρῶν Od.20.266; τινὰ τοῦ θράσους Pl.Hp.Ma.298a:—Med., ἐπισχόμεναι ἑανῶν πτύχας girding up, h.Cer.176; ἐπίσχετ' ὀργῇ χεῖρας Euphro 8.3 (dub.):—Pass., to be stopped, ἐπίσχεται τὸ τῆς κοιλίας Thphr. Sud.20.
III intr., leave off, stop, wait, ἔπισχε hold! E.El.758.
2 c. gen., cease from, τοῦ γράφειν Pl.Phdr.257c, cf. Prm.152b.
German (Pape)
[Seite 988] (s. ἴσχω), = ἐπέχω, anhalten, zurückhalten, ἐπίσχετε θυμὸν ἐνιπῆς καὶ χεῖρας Od. 20, 266, was freilich auch imper. aor. II. von ἐπέχω sein kann; οὐδέν μ' ἐπίσχει Eur. I. T. 919; τόδε γ' οὐδὲν ἐπίσχει Thuc. 3, 45; φαρμακεἷαι ἐπίσχουσι τὴν διάῤῥησιν Plat. Legg. XI, 932 e, vgl. Phil. 45 d; – hinhalten, hinlen Ken, auf Einen zu, τί νυ νῶϊν ἐπίσχετον ὠκέας ἵππους Hes. sc. 350, wie Il. 17, 465. – Intrans., sich enthalten, ἆρ' οὖν οὐκ ἐπίσχει τότε τοῦ γίγνεσθαι πρεσβύτερον Plat. Parm. 152 b; vgl. Phsedr. 257 c; innehalten, schweigen, Eur. El. 758. – Med. an sich halten, ἐπισχόμενος ἐξέπιε, in einem Zuge, den Athem an sich haltend, trank er aus, Plat. Phaed. 117 c. Vgl. ἐπέχω.
French (Bailly abrégé)
f. ἐπισχήσω, ao.2 ἔπεσχον;
I. tr. 1 diriger vers ou contre : ἵππους IL diriger des chevaux vers;
2 arrêter, retenir : τινα qqn ; avec double rég. : θυμὸν ἐνιπῆς OD refouler dans son cœur des menaces;
II. intr. 1 attendre;
2 cesser de, gén.;
Moy. ἐπίσχομαι intr. se retenir : ἐπισχόμενος ἐξέπιε PLAT il avala le tout d'un trait litt. en retenant son souffle.
Étymologie: ἐπί, ἴσχω.
Russian (Dvoretsky)
ἐπίσχω: (fut. ἐπισχήσω, aor. 2 ἔπεσχον)
1 удерживать (τινά Eur.; τινὰ τοῦ θράσους Plat.);
2 сдерживать, подавлять, прекращать (μένος Hes.; διάρρησιν Plat.): ἐ. θυμὸν ἐνιπῆς Hom. воздерживаться от резких слов; med. удерживаться, сдерживаться: ἐπισχόμενος ἐξέπιε Plat. задержав дыхание, (Сократ) выпил (чашу с ядом);
3 направлять, управлять (ἵππους Hom., Hes.);
4 переставать, прекращать: ἐ. τοῦ γράφειν Plat. перестать писать; ἐ. μέχρι τοσούτου, ἕως ἄν … Thuc. подождать, пока не ….
Greek (Liddell-Scott)
ἐπίσχω: ἐπιτεταμένον ἀντὶ τοῦ ἐπέχω, κρατῶ ἢ διευθύνω πρός, ἐπίσχειν ὠκέας ἵππους, «ἐπέχειν, κωλύειν» (Σχόλ.), Ἰλ. Ρ. 465· Κύκνε πέπον, τί νυ νῶϊν ἐπίσχετον ὠκέας ἵππους; «ὦ φίλε Κύκνε, διὰ τί καθ’ ἡμᾶς ἐπιφέρετε τοὺς ταχεῖς ὑμῶν ἵππους; τὸ γὰρ ἐπίσχετε ἀντὶ τοῦ ἐπάγετε» (Σχόλ.), Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 350. ΙΙ. ἐμποδίζω, ἀναχαιτίζω, σταματῶ, ἔπισχε μένος κρατερὸν (κατ’ ἄλλους ἐπίσχε προστ., ἀλλ’ ἴδε Göttl.), «κώλυσον τὴν ἰχσυράν σου ὁρμὴν» (Σχόλ.), αὐτόθι 446· οὐδέν μ’ ἐπίσχει Εὐρ. Ι. Τ. 912· οὕτω παρὰ Θουκ. 3. 45, Πλάτ. Νόμ. 932Ε· τὸ ἐπίσχον, τὸ κωλῦον, κώλυμα, ἐμπόδιον, Ἀριστ. π. Οὐρ. 4. 3, 11: ― μετὰ γεν., ἐπίσχετε θυμὸν ἐνιπῆς Ὀδ. Υ. 266· οἴει, αὐτὸν τοῦ θράσους ἐπίσχοιμεν; Πλάτ. Ἱππ. Μείζων 298Α: ― οὕτως ἐν τῷ Μέσῳ, ἐπισχόμεναι ἑανῶν πτύχας, ἐπιζωσάμεναι, Ὁμ. Ὕμν. εἰς Δήμ. 176· ἐπίσχετ’ ὀργῇ χεῖρας ἠρεθισμένας, ἐκώλυσεν, Εὔφρων ἐν «Μούσαις» 1. 3. ― Παθ., ἐμποδίζομαι, οἷς δὲ πάλιν ἐπίσχεται τὸ τῆς κοιλίας κτλ. Θεόφρ. π. Ἱδρώτ. 20. 2) ἀμεταβ., σταματῶ, περιμένω, ἔπισχε, στάσου, Εὐρ. Ἠλ. 758· ἐπισχεῖν μέχρι τοσούτου Θουκ. 1. 90, πρβλ. 5. 46., 7. 50. 3) μετὰ γεν., παύομαι τοῦ ποιεῖν τι, τάχ’ οὖν ἂν ὑπὸ φιλοτιμίας ἐπίσχοι ἡμῖν ἂν τοῦ γράφειν Πλάτ. Φαῖδρ. 257C, πρβλ. Παρμ. 152Β.
English (Autenrieth)
(parallel form of ἐπέχω): direct to or at; ἵππους, Il. 17.465†.
Greek Monolingual
ἐπίσχω, άλλος τ. του ἐπέχω (Α)
1. κρατώ κάτι, το διευθύνω, το κατευθύνω κάπου ή εναντίον κάποιου («ἔγχει ἐφορμᾶσθαι καὶ ἐπίσχειν ὠκέας ἵππους», Ομ. Ιλ.)
2. κρατώ στραμμένο, ρίχνω κάτι σε μια κατεύθυνση («(σελάννα) φάος ἐπίσχει θάλασσαν ἐπ’ ἁλμύραν», Σαπφ.)
3. εμποδίζω, σταματώ, αναχαιτίζω («οὐδὲν μ’ ἐπίσχει», Ευρ.)
4. (με γεν.) εμποδίζω, συγκρατώ κάτι από κάτι άλλο («ἐπίσχετε θυμὸν ἐνιπῆς», Ομ. Οδ.)
5. (αμτβ.) σταματώ την πορεία, την κίνηση, την ενέργεια, και επομένως περιμένω
6. (με γεν.) σταματώ μια ενέργεια («τάχ’ oὖv ἂν ὑπὸ φιλοτιμίας ἐπίσχοι ἡμῖν ἂν τοῦ γράφειν», Πλάτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ίσχω, παραλλ. τ. του έχω].
Greek Monotonic
ἐπίσχω: επιτετ. αντί ἐπ-έχω·
I. κρατώ ή διευθύνω, κατευθύνω προς, σε Ομήρ. Ιλ.· τινί, εναντίον κάποιου, σε Ησίοδ.
II. 1. εμποδίζω, συγκρατώ, αναχαιτίζω, σταματώ, στον ίδ., Αττ.· με γεν., εμποδίζω, σταματώ, σε Ομήρ. Οδ.
2. αμτβ., διακόπτω, σταματώ, περιμένω, σε Θουκ.· προστ. ἔπισχε, στάσου, σε Ευρ.
Middle Liddell
[strengthened for ἐπέχω,]
I. to hold or direct towards, Il.; τινί against one, Hes.
II. to restrain, withhold, check, Hes., Attic:—c. gen. to restrain from a thing, Od.
2. intr. to leave off, stop, wait, Thuc.; imperat. ἔπισχε, hold, Eur.