защита: Difference between revisions
From LSJ
Ῥᾷον παραινεῖν ἢ παθόντα καρτερεῖν → Patientiam suadere facile, non pati → Es spricht sich leichter zu, als stark zu sein im Leid
(DvTab) |
mNo edit summary |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{ruel | {{ruel | ||
|rueltext=[[βοήθεια]], [[ἀσφάλεια]], [[ἀσφαλείη]], [[ἀσφαλίη]], [[πρόβολος]], [[πρόβλημα]], [[προβολή]], [[θώραξ]], [[τιμωρία]], [[τιμωρίη]], [[ἀπολογία]], [[τιμώρημα]], [[ἄμυνα]], [[ἀλέξησις]], [[ἄλκαρ]], [[ἔρυμα]], [[σκέπανον]], [[ἄρκεσις]], [[σκέπη]], [[σκέπας]], [[ῥῦμα]], [[ἀλέξημα]], [[εἶλαρ]], [[σκέπασμα]], [[ἀπηγόρημα]], [[σάκος]], [[ἐκδίκησις]], [[ἔπαλξις]], [[πτέρυξ]], [[ἀλκή]], [[ἀλκά]], [[ἕργμα]], [[τήρησις]], [[πρόφραγμα]], [[ἔχμα]], [[κώλυμα]], [[ὄνειαρ]], [[ἐπικούρημα]], [[ἐπικούρησις]], [[ἐπικουρία]], [[ἐπικουρίη]], [[ἄρηξις]], [[ἀρκτήριον]], [[φυλακτήριον]], [[ἀλεωρά]], [[ἀλεωρή]], [[ἀσπίς]], [[φυλακή]], [[ἐπιτείχισμα]] | |rueltext=[[βοήθεια]], [[ἀσφάλεια]], [[ἀσφαλείη]], [[ἀσφαλίη]], [[πρόβολος]], [[πρόβλημα]], [[προβολή]], [[θώραξ]], [[τιμωρία]], [[τιμωρίη]], [[ἀπολογία]], [[τιμώρημα]], [[ἄμυνα]], [[ἀλέξησις]], [[ἄλκαρ]], [[ἔρυμα]], [[σκέπανον]], [[ἄρκεσις]], [[σκέπη]], [[σκέπας]], [[ῥῦμα]], [[ἀλέξημα]], [[εἶλαρ]], [[σκέπασμα]], [[ἀπηγόρημα]], [[σάκος]], [[ἐκδίκησις]], [[ἔπαλξις]], [[πτέρυξ]], [[ἀλκή]], [[ἀλκά]], [[ἕργμα]], [[τήρησις]], [[πρόφραγμα]], [[ἔχμα]], [[κώλυμα]], [[ὄνειαρ]], [[ἐπικούρημα]], [[ἐπικούρησις]], [[ἐπικουρία]], [[ἐπικουρίη]], [[ἄρηξις]], [[ἀρκτήριον]], [[φυλακτήριον]], [[ἀλεωρά]], [[ἀλεωρή]], [[ἀσπίς]], [[φυλακή]], [[ἐπιτείχισμα]], [[προστασία]] | ||
}} | }} |
Latest revision as of 08:08, 24 November 2022
Russian > Greek
βοήθεια, ἀσφάλεια, ἀσφαλείη, ἀσφαλίη, πρόβολος, πρόβλημα, προβολή, θώραξ, τιμωρία, τιμωρίη, ἀπολογία, τιμώρημα, ἄμυνα, ἀλέξησις, ἄλκαρ, ἔρυμα, σκέπανον, ἄρκεσις, σκέπη, σκέπας, ῥῦμα, ἀλέξημα, εἶλαρ, σκέπασμα, ἀπηγόρημα, σάκος, ἐκδίκησις, ἔπαλξις, πτέρυξ, ἀλκή, ἀλκά, ἕργμα, τήρησις, πρόφραγμα, ἔχμα, κώλυμα, ὄνειαρ, ἐπικούρημα, ἐπικούρησις, ἐπικουρία, ἐπικουρίη, ἄρηξις, ἀρκτήριον, φυλακτήριον, ἀλεωρά, ἀλεωρή, ἀσπίς, φυλακή, ἐπιτείχισμα, προστασία