μεταδιδάσκω: Difference between revisions
οὐκ ἔστι γῆρας τοῦδε τοῦ μιάσματος → that pollution never wears out, that pollution can never grow old
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1") |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=metadidasko | |Transliteration C=metadidasko | ||
|Beta Code=metadida/skw | |Beta Code=metadida/skw | ||
|Definition=<span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> <b class="b2">unteach, teach new things, show a better way</b>, <span class="bibl">D.H.9.3</span>, Anon. ap.Suid.: c.acc., [[convert]], Gal.8.657; πόλιν λόγῳ μεταδιδάξαι <span class="bibl">Philostr. <span class="title">VA</span>1.15</span>: c. dupl. acc., μ. τινὰ ἑτέραν ὄρχησιν <span class="bibl">Id.<span class="title">Im.</span>2.11</span>:—Pass., like [[μεταμανθάνω]], | |Definition=<span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> <b class="b2">unteach, teach new things, show a better way</b>, <span class="bibl">D.H.9.3</span>, Anon. ap.Suid.: c.acc., [[convert]], Gal.8.657; πόλιν λόγῳ μεταδιδάξαι <span class="bibl">Philostr. <span class="title">VA</span>1.15</span>: c. dupl. acc., μ. τινὰ ἑτέραν ὄρχησιν <span class="bibl">Id.<span class="title">Im.</span>2.11</span>:—Pass., like [[μεταμανθάνω]], [[learn differently]], [[learn something new]], Muson.<span class="title">Fr.</span> 10p.56H., Plu.2.784b; μ. τὴν διάλεκτον τὴν Δωρίδα <span class="bibl">Paus.4.27.11</span>; also, <b class="b2">change one's mind</b> for the worse, <span class="bibl">D.S.13.28</span>: more freq. for the better, <span class="bibl">Id.21.21</span>, al.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 16:22, 1 July 2020
English (LSJ)
A unteach, teach new things, show a better way, D.H.9.3, Anon. ap.Suid.: c.acc., convert, Gal.8.657; πόλιν λόγῳ μεταδιδάξαι Philostr. VA1.15: c. dupl. acc., μ. τινὰ ἑτέραν ὄρχησιν Id.Im.2.11:—Pass., like μεταμανθάνω, learn differently, learn something new, Muson.Fr. 10p.56H., Plu.2.784b; μ. τὴν διάλεκτον τὴν Δωρίδα Paus.4.27.11; also, change one's mind for the worse, D.S.13.28: more freq. for the better, Id.21.21, al.
German (Pape)
[Seite 146] (s. διδάσκω), umlehren, d. i. eines Bessern belehren, adj. verb. μεταδιδακτέον, Muson. bei Stob. Floril. 79, 51; μεταδιδαχθῆναι καὶ μεταμαθεῖν vrbdt Plut. an seni 1; a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
μεταδῐδάσκω: διδάσκω ἄλλα ἢ ἀλλέως ἢ πρότερον, «μεταδιδάξαι, τὸ τὴν προτέραν ἀφεῖναι βουλὴν καὶ ἐλθεῖν ἐπ’ ἄλλην» Ἀνώνυμ. παρὰ Σουΐδ.· - ἐν τῷ Παθ. κατὰ πολὺ ὅμοιον τῷ μεταμανθάνω, Μουσών. παρὰ Στοβ. 170. 30, Παυσ. 4. 27, 11· ἀλλ’ ὡσαύτως ἐπὶ πραγμάτων, Πλούτ. 2. 784Β.
Greek Monolingual
(Α μεταδιδάσκω)
διδάσκω κάποιον άλλα, διαφορετικά από αυτά που έχει διδαχθεί
αρχ.
1. κάνω κάποιον να αλλάξει ιδέες με τη διδασκαλία μου, προσηλυτίζω, μεταπείθω
2. παθ. μεταδιδάσκομαι
α) μαθαίνω κάτι καινούργιο εγκαταλείποντας αυτό που έμαθα πριν
β) αλλάζω γνώμη προς το χειρότερο ή προς το καλύτερο.
Russian (Dvoretsky)
μεταδῐδάσκω: переучивать: μεταδιδαχθῆναι (в знач. med.) καὶ μεταμαθεῖν Plut. переучиться и доучиться.