μυουρίζω: Difference between revisions
Γάμος γὰρ ἀνθρώποισιν εὐκταῖον κακόν → Conubium homini inire votivum est malum → Die Ehe ist den Menschen ein erflehtes Leid
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1") |
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=myourizo | |Transliteration C=myourizo | ||
|Beta Code=muouri/zw | |Beta Code=muouri/zw | ||
|Definition=<span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> [[taper]], τὰ ἄκρα μυουρίζειν τὰ τοῦ μήκους ἑκατέρωθεν <span class="bibl">Str. 2.5.14</span>; εἰδομένη πλατάνοιο μυουρίζοντι πετήλῳ <span class="bibl">D.P.404</span> ( = [[κατὰ μυὸς οὐρὰν στενουμένῳ]] Eust. ad loc.); of hellebore root, <span class="bibl">Aët.3.126</span>; of a dog's tail, ἀπὸ τῆς ἐκφύσεως μυουρίζουσαν ὅλην <span class="title">Gp.</span>19.2.1, cf. 5.8.2. </span><span class="sense"> <span class="bld">2</span> of the pulse, | |Definition=<span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> [[taper]], τὰ ἄκρα μυουρίζειν τὰ τοῦ μήκους ἑκατέρωθεν <span class="bibl">Str. 2.5.14</span>; εἰδομένη πλατάνοιο μυουρίζοντι πετήλῳ <span class="bibl">D.P.404</span> ( = [[κατὰ μυὸς οὐρὰν στενουμένῳ]] Eust. ad loc.); of hellebore root, <span class="bibl">Aët.3.126</span>; of a dog's tail, ἀπὸ τῆς ἐκφύσεως μυουρίζουσαν ὅλην <span class="title">Gp.</span>19.2.1, cf. 5.8.2. </span><span class="sense"> <span class="bld">2</span> of the pulse, [[die away gradually]], <span class="bibl">Ruf.<span class="title">Syn.Puls.</span>8.1</span>, Gal. 8.480,524, 9.322. </span><span class="sense"> <span class="bld">II</span> Pass., [[taper]], πυραμίδες -ιζόμεναι εἰς ὀξεῖαν κορυφήν <span class="bibl">Nicom.<span class="title">Ar.</span>2.13</span>, cf. <span class="bibl">14</span>; [σῦριγξ] μεμυουρισμένη κατὰ τὸ βάθος Antyll. ap. <span class="bibl">Orib.44.23.61</span>.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 11:05, 1 July 2020
English (LSJ)
A taper, τὰ ἄκρα μυουρίζειν τὰ τοῦ μήκους ἑκατέρωθεν Str. 2.5.14; εἰδομένη πλατάνοιο μυουρίζοντι πετήλῳ D.P.404 ( = κατὰ μυὸς οὐρὰν στενουμένῳ Eust. ad loc.); of hellebore root, Aët.3.126; of a dog's tail, ἀπὸ τῆς ἐκφύσεως μυουρίζουσαν ὅλην Gp.19.2.1, cf. 5.8.2. 2 of the pulse, die away gradually, Ruf.Syn.Puls.8.1, Gal. 8.480,524, 9.322. II Pass., taper, πυραμίδες -ιζόμεναι εἰς ὀξεῖαν κορυφήν Nicom.Ar.2.13, cf. 14; [σῦριγξ] μεμυουρισμένη κατὰ τὸ βάθος Antyll. ap. Orib.44.23.61.
German (Pape)
[Seite 218] in einen Mäuseschwanz auslaufen, am Ende abgestumpft sein, spitz zugehen, D. Per. 404; εἰς ὀξεῖαν κορυφήν, Nicom. Arithm. 2 p. 124.
Greek Monolingual
(ΑΜ μυουρίζω) μύουρος
καταλήγω σε ουρά ποντικού, απολήγω σε οξύ άκρο, είμαι μυτερός στο άκρο μου
νεοελλ.
ναυτ. κατασκευάζω μύουρο στο άκρο σχοινιού για εύκολη εισαγωγή του στους τροχίλους
αρχ.
1. (για τον σφυγμό) εξασθενώ, γίνομαι βαθμηδόν ασθενέστερος
2. (το παθ.) μυουρίζομαι
κατασκευάζομαι έτσι ώστε να καταλήγω σε οξύ άκρο, σε οξεία κορυφή.