νευρόσπαστος: Difference between revisions

From LSJ

νοῦς γὰρ ἡμῶν ἐστιν ἐν ἑκάστῳ θεός → Mortalium cuique sua mens est deus → In jedem von uns nämlich wirkt sein Geist als Gott

Menander, Monostichoi, 434
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=nevrospastos
|Transliteration C=nevrospastos
|Beta Code=neuro/spastos
|Beta Code=neuro/spastos
|Definition=ον, (σπάω) <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">drawn by strings</b>, <b class="b3">ἀγάλματα ν</b>. puppets <b class="b2">moved by strings</b>, <span class="bibl">Hdt.2.48</span>; τὰ νευρόσπαστα [[puppets]], <span class="bibl">X.<span class="title">Smp.</span>4.55</span>, <span class="bibl">Luc.<span class="title">Syr.D.</span>16</span>, etc.</span>
|Definition=ον, (σπάω) <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[drawn by strings]], <b class="b3">ἀγάλματα ν</b>. puppets [[moved by strings]], <span class="bibl">Hdt.2.48</span>; τὰ νευρόσπαστα [[puppets]], <span class="bibl">X.<span class="title">Smp.</span>4.55</span>, <span class="bibl">Luc.<span class="title">Syr.D.</span>16</span>, etc.</span>
}}
}}
{{ls
{{ls

Revision as of 13:37, 1 July 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νευρόσπαστος Medium diacritics: νευρόσπαστος Low diacritics: νευρόσπαστος Capitals: ΝΕΥΡΟΣΠΑΣΤΟΣ
Transliteration A: neuróspastos Transliteration B: neurospastos Transliteration C: nevrospastos Beta Code: neuro/spastos

English (LSJ)

ον, (σπάω)

   A drawn by strings, ἀγάλματα ν. puppets moved by strings, Hdt.2.48; τὰ νευρόσπαστα puppets, X.Smp.4.55, Luc.Syr.D.16, etc.

Greek (Liddell-Scott)

νευρόσπαστος: ον (σπάω ὁ διὰ χορδῶν κινούμενος, ἀγάλματα νευρ., πλαγγόνες κινούμεναι διὰ χορδῶν, Ἡρόδ. 2. 48· τὰ νευρόσπαστα Ξεν. Συμπ. 4. 55, Λουκ. περὶ τῆς Συρίης Θεοῦ 16, κτλ.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
mû par des fils ; τὰ νευρόσπαστα sorte de marionnettes.
Étymologie: νεῦρον, σπάω.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α νευρόσπαστος, -ον)
το ουδ. ως ουσ. το νευρόσπαστο(ν)
ανδρείκελο, ομοίωμα που κινείται με χορδές ή με νήματα και χρησιμοποιείται σε θεατρικές παραστάσεις, κυρίως για παιδιά, αλλ. μαριονέτα
νεοελλ.
το ουδ. ως ουσ.
1. (μτφ). άνθρωπος που δεν έχει δική του βούληση και ενεργεί με την επιβολή ή την υποκίνηση άλλου
2. μτφ. άνθρωπος πολύ ανήσυχος και νευρικός, νευρόσπασμα
αρχ.
αυτός που κινείται με χορδές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νεῦρον + -σπαστος (< σπῶ) πρβλ. κυνό-σπαστος, λυκό-σπαστος].

Greek Monotonic

νευρόσπαστος: -ον (σπάω), αυτός που σύρεται, που κινείται μέσω χορδών, σπάγγων, λέγεται για μαριονέτες, σε Ηρόδ., Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

νευρόσπαστος: приводимый в движение с помощью нитей (ἀγάλματα Her.).

Middle Liddell

νευρό-σπαστος, ον, σπάω
drawn by strings, moved by strings, of puppets, Hdt., Xen.