προτρεπτικός: Difference between revisions

From LSJ

ἔργοισι χρηστός, οὐ λόγοις ἔφυν μόνον → a friend in deeds, and not in words alone

Source
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+), ([\w]+)<\/b>" to "$1, $2")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=protreptikos
|Transliteration C=protreptikos
|Beta Code=protreptiko/s
|Beta Code=protreptiko/s
|Definition=ή, όν, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[hortatory]], λόγοι <span class="bibl">Isoc.1.3</span>, cf. <span class="bibl">Phld.<span class="title">Po.</span>5</span> <span class="title">Fr.</span>1, <span class="title">IG</span>22.2291a.4, etc.; <b class="b3">ἡ π. σοφία</b> skill <b class="b2">in oratory</b>, <span class="bibl">Pl. <span class="title">Euthd.</span>278c</span>, cf. <span class="bibl">Chrysipp.Stoic.3.189</span>; <b class="b3">π</b>. (sc. <b class="b3">λόγος</b>), ὁ, title of works by Aristotle, Epicurus, Cleanthes, etc.: Comp., οὐδὲν -κώτερον <span class="bibl">Arr. <span class="title">Epict.</span>3.23.36</span>: Sup., κήρυγμα -κώτατον πρὸς ἀρετήν <span class="bibl">Aeschin.3.154</span>. Adv. <b class="b3">-κῶς</b> [[encouragingly]], <span class="bibl">Luc.<span class="title">Somn.</span>3</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">2</span> generally, <b class="b2">exciting, stimulating</b>, ἐς οὔρησιν <span class="bibl">Hp.<span class="title">Acut.</span>59</span>; γάλακτος <span class="title">Gp.</span>12.13.2.</span>
|Definition=ή, όν, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[hortatory]], λόγοι <span class="bibl">Isoc.1.3</span>, cf. <span class="bibl">Phld.<span class="title">Po.</span>5</span> <span class="title">Fr.</span>1, <span class="title">IG</span>22.2291a.4, etc.; <b class="b3">ἡ π. σοφία</b> skill <b class="b2">in oratory</b>, <span class="bibl">Pl. <span class="title">Euthd.</span>278c</span>, cf. <span class="bibl">Chrysipp.Stoic.3.189</span>; <b class="b3">π</b>. (sc. <b class="b3">λόγος</b>), ὁ, title of works by Aristotle, Epicurus, Cleanthes, etc.: Comp., οὐδὲν -κώτερον <span class="bibl">Arr. <span class="title">Epict.</span>3.23.36</span>: Sup., κήρυγμα -κώτατον πρὸς ἀρετήν <span class="bibl">Aeschin.3.154</span>. Adv. <b class="b3">-κῶς</b> [[encouragingly]], <span class="bibl">Luc.<span class="title">Somn.</span>3</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">2</span> generally, [[exciting]], [[stimulating]], ἐς οὔρησιν <span class="bibl">Hp.<span class="title">Acut.</span>59</span>; γάλακτος <span class="title">Gp.</span>12.13.2.</span>
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 23:05, 29 June 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προτρεπτικός Medium diacritics: προτρεπτικός Low diacritics: προτρεπτικός Capitals: ΠΡΟΤΡΕΠΤΙΚΟΣ
Transliteration A: protreptikós Transliteration B: protreptikos Transliteration C: protreptikos Beta Code: protreptiko/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A hortatory, λόγοι Isoc.1.3, cf. Phld.Po.5 Fr.1, IG22.2291a.4, etc.; ἡ π. σοφία skill in oratory, Pl. Euthd.278c, cf. Chrysipp.Stoic.3.189; π. (sc. λόγος), ὁ, title of works by Aristotle, Epicurus, Cleanthes, etc.: Comp., οὐδὲν -κώτερον Arr. Epict.3.23.36: Sup., κήρυγμα -κώτατον πρὸς ἀρετήν Aeschin.3.154. Adv. -κῶς encouragingly, Luc.Somn.3.    2 generally, exciting, stimulating, ἐς οὔρησιν Hp.Acut.59; γάλακτος Gp.12.13.2.

German (Pape)

[Seite 793] ή, όν, erweckend, ermahnend, aufregend; λόγος, Plat. Euthyd. 282 d; Isocr. 1, 3; πρὸς ἀρετὴν προτρεπτικώτατος, Aesch. 3, 154; – adv., οὐ προτρεπτικῶς κατήρξατό μου, Luc., omn. 3.

Greek (Liddell-Scott)

προτρεπτικός: -ή, -όν, ὁ χάριν προτροπῆς γενόμενος, ὁ προτρέπων εἴς τι, λόγοι Ἰσοκρ. 1C. κτλ.· ἡ πρ. σοφία, ἡ ῥητορικὴ τέχνηδεξιότης, Πλάτ. Εὐθύδημ. 278C ― Ἐπίρρ. -κῶς, πειστικῶς, Λουκ. Ἐνύπν. 3. 2) καθόλου, ὁ παρακινῶν, διερεθίζων, διεγερτικός, εἰς οὔρησιν Ἱππ. π. Διαίτ. Ὀξ. 394· κήρυγμα προτρεπτικώτατον πρὸς ἀρετὴν Αἰσχίν. 75. 30.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
qui peut pousser en avant ou stimuler, persuasif, avec πρός et l’acc.;
Sp. προτρεπτικώτατος.
Étymologie: προτρέπω.

Greek Monolingual

ή, ό / προτρεπτικός, -ή, -όν, ΝΜΑ προτρέπω
1. ο κατάλληλος στο να προτρέπει ή αυτός που παρακινεί («ὅσοι μὲν οὖν πρὸς τοὺς ἑαυτῶν φίλους τοὺς προτρεπτικοὺς λόγους συγγράφουσι», Iσοκρ.)
αρχ.
1. ερεθιστικός, διεγερτικόςἔδεσμα γάλακτος προτρεπτικόν», Γεωπ.)
2. ως κύριο όν. Προτρεπτικός
τίτλος έργου του Αριστοτέλους, του Επικούρου κ.α.
3. φρ. «προτρεπτικὴ σοφία» — η ρητορική τέχνη.
επίρρ...
προτρεπτικώς / προτρεπτικῶς ΝΑ, και προτρεπτικά Ν
1. κατά τρόπο προτρεπτικό, παρορμητικό
2. πειστικά.

Greek Monotonic

προτρεπτικός: -ή, -όν, παραινετικός ἡ προτρεπτικὴ σοφία, ρητορική ικανότητα ή δεξιότητα, σε Πλάτ.· κήρυγμα προτρεπτικώτατον πρὸς ἀρετήν, σε Αισχίν.· επίρρ. -κῶς, πειστικά, σε Λουκ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

προτρεπτικός -ή -όν [προτρέπω] aansporend (tot); geneesk..; π. ἐς οὔρησιν vochtafdrijvend Hp. Acut. 59; subst. ὁ προτρεπτικός ( sc. λόγος ) waarschuwing, aansporing, betoog; Προτρεπτικός als titel van werk Aansporing (tot de filosofie).

Russian (Dvoretsky)

προτρεπτικός: увещевательный, убеждающий (λόγοι Isocr., Arst.; σοφία Plat.): π. πρός τι Aeschin. зовущий к чему-л.

Middle Liddell

προτρεπτικός, ή, όν
persuasive, ἡ πρ. σοφία skill in oratory, Plat.; κήρυγμα προτρεπτικώτατον πρὸς ἀρετήν Aeschin. adv. -κῶς, persuasively, Luc. [from προτρέπω