Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

χιονώδης: Difference between revisions

From LSJ

Πονηρὸν ἄνδρα μηδέποτε ποιοῦ φίλον (μηδέπω κτήσῃ φίλον) → Tibi numquam amicum facito moratum male → Nimm niemals einen schlechten Mann zum Freunde dir

Menander, Monostichoi, 453
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")
m (Text replacement - "Πολυδ." to "Πολυδ.")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ες / [[χιονώδης]], -ῶδες, ΝΜΑ [[χιών]], <i>χιόνος</i>]<br /><b>1.</b> [[γεμάτος]] χιόνια (α. «[[χιονώδης]] [[καιρός]]» β. «χειμὼν [[χιονώδης]]», Γεωπ.<br />γ. «χιωνῶδες [[χωρίον]]», <b>[[Πολυδ]].</b>)<br /><b>2.</b> όμοιος με [[χιόνι]], [[χιονόλευκος]], [[χιονάτος]].
|mltxt=-ες / [[χιονώδης]], -ῶδες, ΝΜΑ [[χιών]], <i>χιόνος</i>]<br /><b>1.</b> [[γεμάτος]] χιόνια (α. «[[χιονώδης]] [[καιρός]]» β. «χειμὼν [[χιονώδης]]», Γεωπ.<br />γ. «χιωνῶδες [[χωρίον]]», <b>Πολυδ.</b>)<br /><b>2.</b> όμοιος με [[χιόνι]], [[χιονόλευκος]], [[χιονάτος]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 21:06, 7 July 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χῐονώδης Medium diacritics: χιονώδης Low diacritics: χιονώδης Capitals: ΧΙΟΝΩΔΗΣ
Transliteration A: chionṓdēs Transliteration B: chionōdēs Transliteration C: chionodis Beta Code: xionw/dhs

English (LSJ)

ες,

   A snowy, Hp.Epid.3.2, E.Hec.81 (anap.), A.R.1.826, Nic.Al.150, Call.Fr.1.53P.; βόλβα AP11.410 (Luc.); αἶγες Orac. ap.D.S.7.16.

German (Pape)

[Seite 1357] ες, zsgzgn statt χιονοειδής; Θρῄκη Eur. Hec. 81; sp. D., wie Nonn. D. 10, 10.

Greek (Liddell-Scott)

χιονώδης: -ες, συνῃρ. ἀντὶ χιονοειδής, πλήρης χιόνων, ἢ ὅμοιος χιόνι, Ἱππ. Ἐπιδημ. τὸ γ΄ 1082· χιονώδης Θρῂκη Εὐρ. Ἑκ. 81.

French (Bailly abrégé)

ης, ες :
neigeux, couvert de neige.
Étymologie: χιών, -ωδης.

Greek Monolingual

-ες / χιονώδης, -ῶδες, ΝΜΑ χιών, χιόνος]
1. γεμάτος χιόνια (α. «χιονώδης καιρός» β. «χειμὼν χιονώδης», Γεωπ.
γ. «χιωνῶδες χωρίον», Πολυδ.)
2. όμοιος με χιόνι, χιονόλευκος, χιονάτος.

Greek Monotonic

χῐονώδης: -ες (εἶδος), αυτός που μοιάζει με χιόνι, χιονώδης, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

χιονώδης:
1) покрытый снегом, снежный (Θρῄκη Eur.);
2) белоснежный (θέρμων βόλβα Anth.).

Middle Liddell

χιον-ώδης, ες εἶδος
like snow, snowy, Eur.