ἀπακριβόομαι: Difference between revisions
ἢ λέγε τι σιγῆς κρεῖττον ἢ σιγὴν ἔχε → either say something better than silence or keep silence (Menander)
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1") |
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=apakrivoomai | |Transliteration C=apakrivoomai | ||
|Beta Code=a)pakribo/omai | |Beta Code=a)pakribo/omai | ||
|Definition=<span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> | |Definition=<span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> [[to be highly wrought]] or [[finished]], πρὸς κάλλος <span class="bibl">Pl.<span class="title">Lg.</span> 810b</span>; λόγος ἀπηκριβωμένος <span class="bibl">Id.<span class="title">Ti.</span>29c</span>, <span class="bibl">Isoc.4.11</span>, cf. <span class="bibl">Pl.<span class="title">Phlb.</span>59d</span>; παιδεία <span class="bibl">Isoc.15.190</span>; <b class="b3">τὰ μάλιστ' ἀπηκρ</b>. the most <b class="b2">perfect creatures</b>, <span class="bibl">Arist.<span class="title">PA</span>666a28</span>; of persons, <b class="b3">ἀπηκριβωμένος ἐπί τινι</b> <b class="b2">accurately versed</b> in a thing, <span class="bibl">Isoc.12.28</span>; cf. [[ἀπηκριβωμένως]]. </span><span class="sense"> <span class="bld">II</span> Med., <b class="b2">finish off, make perfect</b>, of sculpture, <span class="title">APl.</span>4.172 (Alex.Aet.), cf. <span class="bibl">5.342</span>; ἀ. ταῖς γραμμαῖς <span class="bibl">Luc.<span class="title">Im.</span>16</span> (Pass.).</span> | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Revision as of 14:14, 1 July 2020
English (LSJ)
A to be highly wrought or finished, πρὸς κάλλος Pl.Lg. 810b; λόγος ἀπηκριβωμένος Id.Ti.29c, Isoc.4.11, cf. Pl.Phlb.59d; παιδεία Isoc.15.190; τὰ μάλιστ' ἀπηκρ. the most perfect creatures, Arist.PA666a28; of persons, ἀπηκριβωμένος ἐπί τινι accurately versed in a thing, Isoc.12.28; cf. ἀπηκριβωμένως. II Med., finish off, make perfect, of sculpture, APl.4.172 (Alex.Aet.), cf. 5.342; ἀ. ταῖς γραμμαῖς Luc.Im.16 (Pass.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀπακρῑβόομαι: παθ., γίνομαι (ὑπό τινος) μετὰ πολλῆς ἀκριβείας καὶ τελειότητος, πρὸς κάλλος Πλάτ. Νόμ. 810Β· λόγος ἀπηκριβωμένος ὁ αὐτ. Τίμ. 29C, Ἰσοκρ. 43Α, πρβλ. Πλάτ. Φίλ. 59D· παιδεία Ἰσοκρ. π. Ἀντιδ. §190· ἐν τοῖς μάλιστ’ ἀπηκριβωμένοις, τοῖς τελειοτάτοις, Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 3. 4, 15· ἐπὶ προσώπων ἀπηκριβωμένος ἐπί τινι, γινώσκων τι μετ’ ἀκριβείας, Ἰσοκρ. 238D, πρβλ. ἀπηκριβωμένως ΙΙ. ἐν μέσ. τύπῳ, ἀποτελειώνω, καθιστῶ τέλειον ἔργον τι, ἐπὶ γλυπτικῆς, Ἀνθ. Πλαν. 172, 342· ἀπ. ταῖς γραμμαῖς Λουκ. Εἰκ. 16.
Spanish (DGE)
(ἀπακρῑβόομαι) 1 en part. perf. ἀπηκριβωμένος, -η, -ον acabado, refinado λόγος Pl.Ti.29c, Isoc.4.11, ὀνόματα Pl.Phlb.59d, σχήματα Hero Def.135.8, κάλλος ἀπηκριβωμένον τῇ φύσει Aristaenet.1.11.10, ἐκ τοίης ὥνθρωποι ἀπηκριβωμένοι ὀστῶν ἁρμονίης AP 7.472 (Leon.)
•subst. τὰ μάλιστα ἀπηκριβωμένα las criaturas más perfectas Arist.PA 666a28
•ajustarse perfectamente πρὸς κανόνα Plu.2.802e, πρὸς ἀρετήν Plu.2.962b
•versado ἐπὶ τοῖς μαθήμασι τούτοις Isoc.12.28.
2 c. compl. dir. terminar, realizar perfectamente una escultura, Alex.Aet.8
•tb. en v. act., una pintura, Gr.Naz.M.37.372D.
3 en v. act. estudiar minuciosame τὰς ... ἰουδαικὰς δευτερώσεις Eus.DE 6.18.
Greek Monotonic
ἀπακρῑβόομαι: Παθ.,
I. κατασκευάζομαι ή γίνομαι από κάποιον με μεγάλη ακριβολογία και επιμονή στη λεπτομέρεια, έχω κατασκευαστεί ή δημιουργηθεί τέλειος, σε Πλάτ., Ισοκρ.
II. ως Μέσ., αποπερατώνω, αποτελειώνω, καθιστώ κάτι τέλειο, σε Ανθ., Λουκ.
Russian (Dvoretsky)
ἀπακρῑβόομαι: подвергаться тщательной отделке (λόγος ἀπηκριβωμένος Isocr., Plat.; ἡ εἰκὼν ἀπηκριβωμένη Luc.): ἀπηκριβῶσθαι πρός τι Plat., Plut. быть вполне подготовленным к чему-л.
Middle Liddell
I. Pass. to be finished off, highly finished, Plat., Isocr.
II. as Mid. to finish off, Anth., Luc.