ἀργεμώνη: Difference between revisions

From LSJ

Ἐπ' ἀνδρὶ δυστυχοῦντι μὴ πλάσῃς κακόν → Miseri miseriae ne quid affingas mali → Vermehre nicht dem Unglücksraben noch sein Leid

Menander, Monostichoi, 145
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=argemoni
|Transliteration C=argemoni
|Beta Code=a)rgemw/nh
|Beta Code=a)rgemw/nh
|Definition=ἡ, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">Papaver Argemone, wind-rose</b>, <span class="bibl">Crateuas <span class="title">Fr.</span>9</span>, Dsc.2.177, <span class="bibl">Orib.14.60.2</span>, Gal.11.835. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">2</span> <b class="b3">ἀ. ἑτέρα</b>, = [[ἄργεμον]] 11, Ps.-Dsc. 2.178; written [[argemonia]] by <span class="bibl">Plin.<span class="title">HN</span>25.102</span>.</span>
|Definition=ἡ, <span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">Papaver Argemone, wind-rose</b>, <span class="bibl">Crateuas <span class="title">Fr.</span>9</span>, Dsc.2.177, <span class="bibl">Orib.14.60.2</span>, Gal.11.835. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">2</span> <b class="b3">ἀ. ἑτέρα</b>, = [[ἄργεμον]] 11, Ps.-Dsc. 2.178; written [[argemonia]] by <span class="bibl">Plin.<span class="title">HN</span>25.102</span>.</span>
}}
}}
{{ls
{{ls

Revision as of 15:26, 12 December 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀργεμώνη Medium diacritics: ἀργεμώνη Low diacritics: αργεμώνη Capitals: ΑΡΓΕΜΩΝΗ
Transliteration A: argemṓnē Transliteration B: argemōnē Transliteration C: argemoni Beta Code: a)rgemw/nh

English (LSJ)

ἡ,    A Papaver Argemone, wind-rose, Crateuas Fr.9, Dsc.2.177, Orib.14.60.2, Gal.11.835.    2 ἀ. ἑτέρα, = ἄργεμον 11, Ps.-Dsc. 2.178; written argemonia by Plin.HN25.102.

Greek (Liddell-Scott)

ἀργεμώνη: ἡ, «ὅλον μέν ἐστιν ὅμοιον ἀγρίᾳ μήκωνι˙ τὸ δὲ φύλλον ἔχει ἀνεμώνῃ ὅμοιον, ἐσχισμένον, ἄνθος φοινικοῦν, κεφαλὴν δὲ ἐοικυῖαν μήκωνι ῥοιάδι, ἐπιμηκεστέραν δὲ καὶ πλατεῖαν κατὰ τὰ ἄνωθεν μέρη, ῥίζαν στρογγύλην» Διοσκ. 2. 208, ἀγριοπαπαροῦνα ἐν Ζακύνθῳ, Sibth.

Spanish (DGE)

-ης, ἡ

• Alolema(s): lat. argimonia Ps.Apul.Herb.31.27
bot.
1 amapola macho, Papaver argemone L., Crateuas Fr.9, Dsc.2.176, 177, Orib.14.60.2, Gal.11.835, Plin.HN 25.102.
2 ἀ. ἑτέρα prob. cariofilada, Geum urbanum L. o Caucalis grandiflora L., Ps.Dsc.2.177, Ps.Apul.l.c., Hsch.

Greek Monolingual

η (Α ἀργεμώνη)
αγριοπαπαρούνα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η αργεμώνη χρησιμοποιήθηκε κατά τον Διοσκουρίδη ως φάρμακο κατά της αρρώστιας άργεμος, αλλά δεν είναι βέβαιο αν πήρε από αυτό την ονομασία του. Δεν αποκλείεται ακόμη να προέρχεται από δάνεια (ξένη) λέξη, παρετυμολογικά μεταπλασμένη. Η ερμηνεία της λ. από το εβρ. 'argāmān «κόκκινη βαφή» είναι σημασιολογικά ελάχιστα ικανοποιητική. Τέλος, η λ. αργεμώνη ανήκει σε ομάδα λέξεων που σχηματίζονται με το επίθημα -ώνη και δηλώνουν ονόματα φυτών (πρβλ. ανεμώνη, ιασιώνη κ.ά.). Η προέλευση των λέξεων αυτών παραμένει αβέβαιη].