ἐξάρνησις: Difference between revisions
ἠ πρὸς Τιμόθεον α' ἐπιστολή· Τιμοθέῳ ἑταίρῳ Παῦλος διελέξατο ταῦτα → First epistle to Timothy: Paul discussed these things with his colleague Timothy
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1") |
(CSV import) |
||
Line 33: | Line 33: | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=[[ἐξάρνησις]], εως [from [[ἐξαρνέομαι]] <i>n</i><br />a denying, [[denial]], Plat. | |mdlsjtxt=[[ἐξάρνησις]], εως [from [[ἐξαρνέομαι]] <i>n</i><br />a denying, [[denial]], Plat. | ||
}} | |||
{{WoodhouseReversedUncategorized | |||
|woodrun=[[denial]] | |||
}} | }} |
Revision as of 14:00, 4 July 2020
English (LSJ)
εως, ἡ,
A denial, Pl.R.531b.
German (Pape)
[Seite 872] ἡ, das Leugnen, Verweigern, Abschlagen, Plat. Rep. VII, 531 b.
Greek (Liddell-Scott)
ἐξάρνησις: -εως, ἡ, τὸ ἐξαρνεῖσθαι, ἄρνησις, Πλάτ. Πολ. 531Β. Ἐν τῇ Ἐκκλ. γλώσσῃ, ἀπάρνησις, ἀποκήρυξις, τοῦ βαπτίσματος Εἰρην. 659Β, κλ.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
dénégation, refus.
Étymologie: ἐξαρνέομαι.
Spanish (DGE)
-εως, ἡ
negación en un interrogatorio bajo tortura, fig. de las cuerdas de un instrumento musical, c. gen. subjet. κατηγορίας πέρι καὶ ἐξαρνήσεως ... χορδῶν Pl.R.531b, c. gen. obj. εἰς ἐξάρνησιν τοῦ βαπτισμάτος Epiph.Const.Haer.34.19.2, γνώμη ἐξαρνήσεως καὶ ἀποστερήσεως Sch.rec.Ar.Nu.730.
Greek Monolingual
ἐξάρνησις, η (Α) εξαρνούμαι
1. απόλυτη άρνηση («καὶ κατηγορίας πέρι καὶ ἐξαρνήσεως», Πλάτ.)
2. εκκλ. αποκήρυξη, απάρνηση («ἐξάρνησις τοῡ βαπτίσματος», Ειρηναίος).
Greek Monotonic
ἐξάρνησις: -εως, ἡ, απόρριψη, άρνηση, σε Πλάτ.
Russian (Dvoretsky)
ἐξάρνησις: εως ἡ отрицание, возражение, опровержение Plat.
Middle Liddell
ἐξάρνησις, εως [from ἐξαρνέομαι n
a denying, denial, Plat.