περιοδεία: Difference between revisions
αἴθ' ἔγω, χρυσοστέφαν' Ἀφρόδιτα, τόνδε τὸν πάλον λαχοίην (Sappho, fr. 33 L-P) → Oh gold-crowned Aphrodite, if only this winning lot could fall to me
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+), ([\w]+)<\/b>" to "$1, ") |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=periodeia | |Transliteration C=periodeia | ||
|Beta Code=periodei/a | |Beta Code=periodei/a | ||
|Definition=or περιοδ-ία, ἡ, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> | |Definition=or περιοδ-ία, ἡ, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> [[going round]], [[circuit]], <span class="bibl">Str.8.6.3</span>,<span class="bibl">9.3.1</span>. </span><span class="sense"> <span class="bld">2</span> [[patrolling]], [[rounds]], <span class="bibl">Aen.Tact.1.1</span> (pl.), al. </span><span class="sense"> <span class="bld">II</span> <b class="b2">going through</b> a subject, <b class="b2">diligent study</b>, <span class="bibl">Epicur.<span class="title">Ep.</span>1p.4U.</span>: pl., ib.<span class="bibl">p.32</span> U.; π. φυσική Phld. <span class="title">Rh.</span>2.53 S. </span><span class="sense"> <span class="bld">2</span> medical [[practice]], [[routine]], <b class="b3">ἐν π</b>. Gal.17(1).518; κατὰ τὴν π. ἐν Ῥώμη Id.14.295.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 11:00, 30 June 2020
English (LSJ)
or περιοδ-ία, ἡ,
A going round, circuit, Str.8.6.3,9.3.1. 2 patrolling, rounds, Aen.Tact.1.1 (pl.), al. II going through a subject, diligent study, Epicur.Ep.1p.4U.: pl., ib.p.32 U.; π. φυσική Phld. Rh.2.53 S. 2 medical practice, routine, ἐν π. Gal.17(1).518; κατὰ τὴν π. ἐν Ῥώμη Id.14.295.
German (Pape)
[Seite 584] ἡ, das Herumreisen, Herumgehen, der Umweg, Sp., wie Strab.
Greek (Liddell-Scott)
περιοδεία: ἢ -οδία (οὐχὶ ὀρθῶς), ἡ τὸ περιοδεύειν, Στράβ. 369, 417, Γαλην. 2) περιπόλησις, κατόπτευσις, Αἰν. Τακτ. 22. 26. ΙΙ. ἐμβριθὴς μελέτη, Ἐπίκουρ. παρὰ Διογ. Λ. 10. 83. ΙΙΙ. ἰατρικὴ θεραπεία, Ἐκκλ.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
voyage ou exploration autour ; particul. :
1 tournée de patrouille, ronde;
2 action de parcourir un pays, un livre, etc., pour étudier.
Étymologie: περιοδεύω.
Greek Monolingual
και, εσφ. τ., περιοδία, η, ΝΜΑ περιοδεύω
η μετακίνηση από τόπο σε τόπο για ορισμένο σκοπό (α. «προεκλογική περιοδεία» β. «περιοδεία για επιθεώρηση μονάδων»)
νεοελλ.
φρ. «καλλιτεχνική περιοδεία» — μετάβαση καλλιτέχνη, ομάδας καλλιτεχνών, θιάσων κ.ά. καλλιτεχνικών συγκροτημάτων από τόπο σε τόπο για εμφανίσεις ενώπιον του κοινού, τουρνέ·
Greek Monotonic
περιοδεία: ή -οδία, ἡ (ὁδός), περιοδεία, κυκλική διαδρομή, σε Στράβ.
Russian (Dvoretsky)
περιοδεία: ἡ прохождение, изучение Diog. L.