ὀροβάγχη: Difference between revisions
Μὴ πάντα πειρῶ πᾶσι πιστεύειν ἀεί → Credenda cunctis esse cuncta ne putes → Glaub ja nicht allen alles immerdar
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=orovagchi | |Transliteration C=orovagchi | ||
|Beta Code=o)roba/gxh | |Beta Code=o)roba/gxh | ||
|Definition=or ὀροβάκχη (as Hsch. writes it, cf. v.l. in <span class="title">Gp.</span>2.42.1), ἡ, <span class="sense" | |Definition=or ὀροβάκχη (as Hsch. writes it, cf. v.l. in <span class="title">Gp.</span>2.42.1), ἡ, <span class="sense"> <span class="bld">A</span> [[dodder]], [[Cuscuta europaea]], <span class="bibl">Thphr.<span class="title">HP</span>8.8.4</span>, <span class="title">Gp.</span>2.43. </span><span class="sense"> <span class="bld">II</span> [[chokefitch]], [[Orobanche crenata]], Dsc.2.142, <span class="title">Gp.</span>2.42.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 07:20, 13 December 2020
English (LSJ)
or ὀροβάκχη (as Hsch. writes it, cf. v.l. in Gp.2.42.1), ἡ, A dodder, Cuscuta europaea, Thphr.HP8.8.4, Gp.2.43. II chokefitch, Orobanche crenata, Dsc.2.142, Gp.2.42.
German (Pape)
[Seite 385] ἡ, ein Unkraut, das die Kichererbsen, ὄροβος, erstickt, ἄγχω, wird auch ὀροβάκχη geschrieben, Theophr.
Greek (Liddell-Scott)
ὀροβάγχη: ἢ ὀροβάκχη (ὡς γράφει αὐτὸ ὁ Ἡσύχ.), ἡ, παράσιτόν τι φυτόν, ὅπερ φαίνεται ἐκ τοῦ Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 8. 8, 4, ὅτι εἶναι τὸ φυτὸν cuscula ἀλλὰ ἐκ τοῦ Διοσκ. 2. 172, φαίνεται ὅτι εἶναι τὸ πνῖγον τὸν ὄροβον, orobanche, ὅπερ νῦν κατὰ τὸν Sibthorp ὀνομάζεται λύκος. - Ἀλλὰ ὀρόβακχος, ὁ, ἐν Νικ. Θηρ. 869, φαίνεται ὅτι εἶναι ὁ καρπὸς τοῦ παλιούρου, ἴδε Schneid. ἐν τόπῳ.
Greek Monolingual
και οροβάκχη, η (ΑΜ ὀροβάγχη και ὀροβάκχη)
γένος αγγειόσπερμων δικότυλων ποωδών παρασιτικών φυτών που, σύμφωνα με τη σύγχρονη επιστημονική ταξινόμηση, ανήκει στην οικογένεια οροβαγχίδες της τάξης σκροφουλαριώδη και περιλαμβάνει 140 περίπου είδη της Ευρώπης και της Ασίας, από τα οποία 22 απαντούν στην Ελλάδα και είναι σήμερα γνωστά με την κοινή ονομασία λύκος
μσν.-αρχ.
το παρασιτικό φυτό που είναι γνωστό με τη λόγια ονομασία επίθυμον το ευρωπαϊκόν.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄροβος «είδος φυτού» + ἄγχω «φονεύω, πνίγω»].