ταυροβόλιον: Difference between revisions
From LSJ
ὃς ἂν βούληται τῆν γῆν κινῆσαι κινησάτω τὸ πρῶτον ἑαυτόν → let him that would move the world first move himself
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1") |
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=tavrovolion | |Transliteration C=tavrovolion | ||
|Beta Code=taurobo/lion | |Beta Code=taurobo/lion | ||
|Definition=τό, <span class="sense" | |Definition=τό, <span class="sense"> <span class="bld">A</span> [[sacrificial slaughter of a bull]], IGRom.4.494 (Pergam.), 499 (ibid.), <span class="title">IG</span>22.4842.4; in Lat. form [[taurobolium]], <span class="title">CIL</span>10.1596 (Puteoli).</span> | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Revision as of 08:30, 12 December 2020
English (LSJ)
τό, A sacrificial slaughter of a bull, IGRom.4.494 (Pergam.), 499 (ibid.), IG22.4842.4; in Lat. form taurobolium, CIL10.1596 (Puteoli).
Greek (Liddell-Scott)
ταυροβόλιον: τό, ὄνομα τελετῆς Μιθραϊκῆς, Ἐπιγραφ. Κηφισίας τοῦ ἔτους 387 μ. Χρ. CIA. III, 173. Συχνὰ ἡ λέξ. καὶ ἐν ἐπιγρ. Λατινικαῖς οἷον παρὰ τῷ Orelli Inscr. Lat. 1899. 1900. 2322 κτλ. ὧν ἐπιγραφῶν ἡ ἀρχαιοτάτη ἴσως δὲν ὑπερβαίνει τὸ ἔτ. 160 μ. Χρ., Συναγωγὴ Ἀθησ. Λέξ. Κουμανούδη.
Greek Monolingual
το, ΝΑ ταυροβόλος
(στην αρχ. Ελλάδα) θυσία ταῦρου, την οποία τελούσαν κατά τη λατρεία της Μεγάλης Μητέρας τών θεών από το 160 μ.Χ. περίπου και εξής
αρχ.
ταυρομαχία ως θέαμα για διασκέδαση, ψυχαγωγία.