πρόμοιρος: Difference between revisions
Πρὸς υἱὸν ὀργὴν οὐκ ἔχει χρηστὸς πατήρ → Boni parentis ira nulla in filium → Ein guter Vater zürnt nicht gegen seinen Sohn
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1") |
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=promoiros | |Transliteration C=promoiros | ||
|Beta Code=pro/moiros | |Beta Code=pro/moiros | ||
|Definition=ον, (μοῖρα) <span class="sense" | |Definition=ον, (μοῖρα) <span class="sense"> <span class="bld">A</span> [[before the destined term]], i.e. [[untimely]], of death, <span class="bibl">Ael.<span class="title">Fr.</span>49</span>, <span class="bibl">Man.1.276</span>. </span><span class="sense"> <span class="bld">2</span> of persons, [[doomed to untimely death]], AP11.159 (Lucill.); in epitaphs, <b class="b2">dead before their time, Epigr. Gr</b>.<span class="bibl">418</span> (Cyrene), <span class="title">IG</span>14.1386.3 (Alba), 1521 (Rome). Adv. <b class="b3">-ρως</b> ib. 1932 (ibid.), <span class="title">BMus.Inscr.</span>794.10 (Cnidus).</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 21:20, 11 December 2020
English (LSJ)
ον, (μοῖρα) A before the destined term, i.e. untimely, of death, Ael.Fr.49, Man.1.276. 2 of persons, doomed to untimely death, AP11.159 (Lucill.); in epitaphs, dead before their time, Epigr. Gr.418 (Cyrene), IG14.1386.3 (Alba), 1521 (Rome). Adv. -ρως ib. 1932 (ibid.), BMus.Inscr.794.10 (Cnidus).
German (Pape)
[Seite 735] vor dem Geschick; θάνατος, frühzeitig, Ael. bei Suid. νεολαία, s. Epigr. in Jac. Anth. XII p. 292; auch adv., προμοίρως θανεῖν.
Greek (Liddell-Scott)
πρόμοιρος: -ον, (μοῖρα) πρὸ τοῦ ὑπὸ τῆς μοίρας ὡρισμένου χρόνου, πρόωρος, ἄωρος, ἐπὶ θανάτου, Ἀνθ. Π. 11. 159, Μανέθων 1. 276. 2) ἐν ἐπιταφίοις ἐπὶ προσώπων, Ἑλλ. Ἐπιγράμμ. 418, 631, 707· οὕτως ἐν τῷ ἐπιρρ., προμοίρως εἰς θανάτοιο τέλος ἀπερχομένῳ IGSI 1932, 1.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui devance les destins, prématuré.
Étymologie: πρό, μοῖρα.
Greek Monolingual
-ον, θηλ. και πρόμοιρις, -οίριος, Α
1. ο πριν από τον καθορισμένο από τη μοίρα χρόνο θάνατος, ο πρόωρος θάνατος
2. (για πρόσωπο) α) αυτός που πέθανε πρόωρα
β) ο καταδικασμένος σε πρόωρο θάνατο.
επίρρ...
προμοίρως
με πρόωρο θάνατο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + -μοιρος (< μοῖρα)].
Greek Monotonic
πρόμοιρος: -ον (μοῖρα), αυτός που ανήκει στον προηγούμενο από τη μοίρα ορισμένο χρόνο, δηλ. πρόωρος, λέγεται για τον θάνατο, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
πρόμοιρος: постигнутый безвременной смертью или обреченный на безвременную кончину Anth.
Middle Liddell
πρό-μοιρος, ον, μοῖρα
before the destined term, i. e. untimely, of death, Anth.