πρόστυπος: Difference between revisions
νὺξ μὲν ἐμὸν κατέχει ζωῆς φάος ὑπνοδοτείρη → sleep-giving night hath quenched my light of life | sleep-giving night covers my light of life | night, the giver of sleep, holds the light of my life
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1") |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=prostypos | |Transliteration C=prostypos | ||
|Beta Code=pro/stupos | |Beta Code=pro/stupos | ||
|Definition=ον, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> [[executed in low relief]], opp. | |Definition=ον, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> [[executed in low relief]], opp. [[ἔκτυπος]] (in high relief), <span class="bibl">Callix.2</span>, <span class="bibl">Plin. <span class="title">HN</span>35.152</span>. </span><span class="sense"> <span class="bld">2</span> Subst., <b class="b3">πρόστυποι, οἱ</b>, of the Cherubim, <span class="bibl">J.<span class="title">AJ</span>3.6.5</span>. </span><span class="sense"> <span class="bld">II</span> [[lying flat]], φύλλα Dsc.4.10.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 12:36, 8 July 2020
English (LSJ)
ον,
A executed in low relief, opp. ἔκτυπος (in high relief), Callix.2, Plin. HN35.152. 2 Subst., πρόστυποι, οἱ, of the Cherubim, J.AJ3.6.5. II lying flat, φύλλα Dsc.4.10.
German (Pape)
[Seite 784] in halb erhabener Arbeit gemacht, bas-relief, im Ggstz von ἔκτυπος, haut-relief, oder dem περιφανῆ τετορνευμένα, Ath. V, 199 e; – dah. übh. anliegend, φύλλα, Diosc.
Greek (Liddell-Scott)
πρόστῠπος: -ον, ἐξειργασμένος ἐν ἀναγλύφῳ οὐχὶ πολὺ ἐξέρχοντι (Ἰταλ. Basso relievo), ἀντίθετ. τῷ ἔκτυπος (ἐν ἀναγλύφῳ λίαν ἐξέχοντι, Ἰταλ. altro r.), Ἀθήν. 199Ε. 2) ὡς οὐσιαστ., πρόστυποι, οἱ, ἐπὶ τῶν Χερουβείμ, Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 3. 6, 5· μικρὸν κατωτέρω χρῆται τῷ προστυπεῖς, πρβλ. Γαλην. 14. 710· πρβλ. πρότυπα, τά. ΙΙ. ὁ κείμενος πλατύς, φύλλα Διοσκ. 4. 10.
Greek Monolingual
-η, -ο / πρόστυπος, -ον, ΝΑ τύπος
1. αυτός που έχει ανάγλυφη επιφάνεια στην οποία οι μορφές εξέχουν ελαφρώς από το βάθος
2. φρ. «πρόστυπη διακόσμηση» — είδος ανάγλυφης διακόσμησης της οποίας οι μορφές εξέχουν ελαφρώς από την χαραγμένη επιφάνεια και της οποίας χαρακτηριστικά δείγματα είναι οι λίθινες ταφικές στήλες που ανακαλύφθηκαν στους ταφικούς κύκλους τών Μυκηνών
αρχ.
1. ο προστυπής
2. (το αρσ. στον πληθ. ως ουσ.) oἱ πρόστυποι
προσωνυμία τών Χερουβείμ.