παρεμπολάω: Difference between revisions
πᾶσα γυνὴ τοῦ λύχνου ἀρθέντος ἡ αὐτή ἐστι → all women are the same in the dark, all women are the same when the lights go out
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1") |
m (Text replacement - "Πολυδ." to "Πολυδ.") |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''παρεμπολάω''': ἐμπορεύομαί τι λαθραίως, κρυφίως, π. γάμους Εὐρ. Μήδ. 910· [[πολίτης]] παρημπολημένος, ψευδῶς ἐγγεγραμμένος ὡς [[τοιοῦτος]], ὡς τὸ [[παρέγγραπτος]], Κωμικ. παρὰ | |lstext='''παρεμπολάω''': ἐμπορεύομαί τι λαθραίως, κρυφίως, π. γάμους Εὐρ. Μήδ. 910· [[πολίτης]] παρημπολημένος, ψευδῶς ἐγγεγραμμένος ὡς [[τοιοῦτος]], ὡς τὸ [[παρέγγραπτος]], Κωμικ. παρὰ Πολυδ. Γ΄, 56, πρβλ. Meineke εἰς Κωμ. Ἀποσπ. 5. σ. 123. | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly |
Revision as of 20:55, 7 July 2020
English (LSJ)
A traffic underhand in a thing, smuggle it in, π. γάμους dub. in E.Med.910 ; πολίτης παρημπολημένος an intrusive citizen, Com.Adesp.96.
German (Pape)
[Seite 515] daneben, heimlich od. fälschlich einführen; γάμους, Eur. Med. 910, neben der rechtmäßigen Ehe eine andere eingehen; dah. παρημπολημένος, ein eingeschwärzter, unächter Bürger, Poll. 3, 56, = παρεγγεγραμμένος.
Greek (Liddell-Scott)
παρεμπολάω: ἐμπορεύομαί τι λαθραίως, κρυφίως, π. γάμους Εὐρ. Μήδ. 910· πολίτης παρημπολημένος, ψευδῶς ἐγγεγραμμένος ὡς τοιοῦτος, ὡς τὸ παρέγγραπτος, Κωμικ. παρὰ Πολυδ. Γ΄, 56, πρβλ. Meineke εἰς Κωμ. Ἀποσπ. 5. σ. 123.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
glisser frauduleusement dans une vente ; p. ext. introduire frauduleusement, acc..
Étymologie: παρά, ἐμπολάω.
Greek Monotonic
παρεμπολάω: μέλ. -ήσω, εμπορεύομαι κάτι λαθραία, κάνω λαθρεμπόριο, σε Ευρ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
παρ-εμπολάω binnensmokkelen:. γάμους... ἀλλοίους een ander huwelijk Eur. Med. 910 (tekst en bet. onzeker).
Russian (Dvoretsky)
παρεμπολάω: тайком протаскивать: π. γάμους Eur. (при живом супруге) вступать в новый брак.
Middle Liddell
fut. ήσω
to traffic underhand in a thing, to smuggle a thing in, Eur.