προαιρετός: Difference between revisions
Ἀμήχανον δὲ παντὸς ἀνδρὸς ἐκμαθεῖν ψυχήν τε καὶ φρόνημα καὶ γνώμην πρὶν ἂν ἀρχαῖς τε καὶ νόμοισιν ἐντριβὴς φανῇ → It is impossible to know the spirit, thought, and mind of any man before he be versed in sovereignty and the laws
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1") |
m (Text replacement - "ροῡμαι" to "οῦμαι") |
||
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ή, -όν, Α [[ | |mltxt=-ή, -όν, Α [[προαιοῦμαι]]<br /><b>1.</b> αυτός που αναφέρεται στην ελεύθερη [[εκλογή]]<br /><b>2.</b> ο εκλεγμένος ως [[αντιπρόσωπος]] («ὑπὸ τὰς πόλιος προαιρετοί», <b>επιγρ.</b>). | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |
Revision as of 18:19, 24 October 2020
English (LSJ)
ή, όν,
A deliberately chosen, purposed, Arist.EN1113a10, Metaph.1025b24. Adv. -τῶς Placit.1.29.3, Gal. 19.452. II appointed as representative, in pl., ὑπὸ τᾶς πόλιος SIG241.133 (Delph., iv B.C.).
German (Pape)
[Seite 705] vorgenommen, vorsätzlich, freiwillig, Arist. eth. 3, 3 u. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
προαιρετός: -ή, -όν, «βουλευτὸν δὲ καὶ προαιρετὸν τὸ αὐτό, πλὴν ἀφωρισμένον ἤδη τὸ προαιρετόν· τὸ γὰρ ἐκ τῆς βουλῆς κριθὲν προαιρετὸν ἐστιν» Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 3. 3, 17, Μετὰ τὰ Φυσ. 5. 1, 5, κ. ἀλλ.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
1 préféré;
2 que l’on choisit librement, que l’on décide spontanément.
Étymologie: προαιρέω.
Greek Monolingual
-ή, -όν, Α προαιοῦμαι
1. αυτός που αναφέρεται στην ελεύθερη εκλογή
2. ο εκλεγμένος ως αντιπρόσωπος («ὑπὸ τὰς πόλιος προαιρετοί», επιγρ.).
Greek Monotonic
προαιρετός: -ή, -όν, επιλεγμένος κατά βούληση, σκόπιμος, σε Αριστ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
προαιρετός -ή -όν [προαιρέω] bewust gekozen, bedoeld.
Russian (Dvoretsky)
προαιρετός: (сознательно) избранный, (пред)намеренный Arst.
Middle Liddell
προαιρετός, ή, όν [from προαιρέομαι]
deliberately chosen, purposed, Arist.