ἐπίηρα: Difference between revisions
Μιμοῦ τὰ σεμνά, μὴ κακῶν μιμοῦ τρόπους → Graves imitatormores, ne imitator malos → Das Edle nimm zum Vorbild, nicht der Schlechten Art
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1") |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=epiira | |Transliteration C=epiira | ||
|Beta Code=e)pi/hra | |Beta Code=e)pi/hra | ||
|Definition= | |Definition=[[φέρειν]], <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> = [[ἦρα φέρειν]] or <b class="b3">ἦρα ἐπιφέρειν</b>, bring one [[acceptable]] [[gifts]], render [[service]], ἐπίηρα φέροντα <span class="bibl">S.<span class="title">OT</span>1094</span> (lyr.), cf. <span class="bibl">Rhian.1.21</span>; ἐπίηρα φέρεσθαι <span class="bibl">A.R.4.375</span>; δέχθαι <span class="title">AP</span>13.22 (Phaedim.); [[ἐπίηρα]], as Adv., = [[χάριν]], [[for the sake of]], <span class="bibl">Antim.87</span>; <b class="b3">ὃς κακὰ πόλλ' ὑπέμεινε μιῆς</b> ἐ. θυγατρός <span class="bibl"><span class="title">PHamb.</span>22.2</span>(iv A.D.). </span><span class="sense"> <span class="bld">II</span>. sg.[[ἐπίηρος]] [[pleasant]], [[grate ful]], χθών <span class="bibl">Emp.96.1</span>; γέρας Simm.6.3: Comp. ἐπιηρέστερος <span class="bibl">Epich. 186</span>. Cf. <b class="b3">ἦρα, ἐπιήρανος</b>.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 16:09, 8 July 2020
English (LSJ)
A = ἦρα φέρειν or ἦρα ἐπιφέρειν, bring one acceptable gifts, render service, ἐπίηρα φέροντα S.OT1094 (lyr.), cf. Rhian.1.21; ἐπίηρα φέρεσθαι A.R.4.375; δέχθαι AP13.22 (Phaedim.); ἐπίηρα, as Adv., = χάριν, for the sake of, Antim.87; ὃς κακὰ πόλλ' ὑπέμεινε μιῆς ἐ. θυγατρός PHamb.22.2(iv A.D.). II. sg.ἐπίηρος pleasant, grate ful, χθών Emp.96.1; γέρας Simm.6.3: Comp. ἐπιηρέστερος Epich. 186. Cf. ἦρα, ἐπιήρανος.
German (Pape)
[Seite 941] φέρειν τινί, oder ἐπιῆρα φέρειν τινί, oder ἐπὶ ἦρα φέρειν τινί, Iliad. 1, 572. 578, Jemandem gefällig sein, χαρίζεσθαί τινι; s. Lehrs Aristarch. ed. 2 p. 111 Buttmann Lexik. 2. Aufl. Bd. 1 S. 149 ff; Apoll. Lex. Homer. ed. Bekk. p. 73, 11; Scholl. Iliad. 1, 572. – Soph. O. R. 1094; – = χαρίζομαι auch Rhian. 1 (Stob. fl. 4, 34 E.); ἐπίηρα φέρεσθαι, Lohn davontragen, Ap. Rh. 4, 375, wie ἐπίηρα δέχθαι, Phaedim. 1 (XIII, 22). – Vgl. ἦρα und ἐπίηρος.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπίηρα: φέρειν = ἦρα φέρειν ἢ ἦρα ἐπιφέρειν, φέρω εἴς τινα ἀρεστά, εὐπρόσδεκτα δῶρα· πράττω τι χαριζόμενός τινι, χαρίζεσθαι ἐπίηρα φέροντα Σοφ. Ο. Τ. 1095, πρβλ. Ριαν. παρὰ Στοβ. τίτλ. 4. 34· ἐπίηρα φέρεσθαι Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 375· δέχθαι Ἀνθ. Π. 13. 22:- ἐπίηρα ὡς ἐπίρρ., χάριν, πρὸς χάριν, τινός, Νόνν. μεταφρ. Εὐαγγ. κ. Ἰω. η΄, στ. 46. ΙΙ. ἑνικὸς ἐπίηρος, εὐχάριστος, εὔχαρις ἀπαντᾷ παρὰ τῷ Ἐμπεδ. 211· τὸ οὐδέτ. ἐν τῇ Μικρᾷ Ἰλιάδι Λέσχεω Μυτιληναίου (Ἀποσπ. Ὁμ. 56)· ἐπίηρον ἀμειβόμενοι γέρας ἀνδρί·- συγκρ. ἐπιηρέστερος ἐν Ἐπιχ. παρ’ Εὐστ. 1441, 15.- Πρβλ. ἦρα, ἐπιήρανος. (Ὁ Βουττμ. ἐν Λεξιλόγῳ ἐν λ. ἦρα 8, ἀπορρίπτει τὴν λέξιν παρ’ Ὁμ., ἀναγιγνώσκων ἐπὶ ἦρα φέρειν, ὃ ἐ. ἦρα ἐπιφέρειν, ἴδε ἐν λέξει ἦρα· ἀλλὰ τὸ ἐπίηρα (πρβλ. τὸ σύνθετον ἐπιήρανος) πρέπει πιθανῶς να τηρηθῇ παρὰ τοῖς μεταγενετέροις).
French (Bailly abrégé)
English (Autenrieth)
see ἦρα.
Greek Monolingual
ἐπίηρα φέρειν (Α)
1. φέρνω σε κάποιον αρεστά, ευπρόσδεκτα δώρα
2. (ως επίρρ.) έπίηρα
για χάρη κάποιου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ήρα «ευχαρίστηση, χαρά»].
Greek Monotonic
ἐπίηρα: τά (ἦρα), αποδεκτά, ευπρόσδεκτα δώρα, σε Σοφ., Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
ἐπίηρα: τά pl. n к ἐπίηρος.
Middle Liddell
ἐπί-ηρα, τά, [ἦρα]
acceptable gifts, Soph., Anth.