ἀνώλεθρος: Difference between revisions
καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1") |
(CSV import) |
||
Line 33: | Line 33: | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=[[ὄλεθρος]]<br />[[indestructible]], Plat.; epic ἀν-όλεθρος having escaped [[ruin]], Il. | |mdlsjtxt=[[ὄλεθρος]]<br />[[indestructible]], Plat.; epic ἀν-όλεθρος having escaped [[ruin]], Il. | ||
}} | |||
{{WoodhouseReversedUncategorized | |||
|woodrun=[[indestructible]] | |||
}} | }} |
Revision as of 14:40, 4 July 2020
English (LSJ)
ον, (ὄλεθρος)
A indestructible, Parm.8.3; ἀθάνατος καὶ ἀ. Anaximand.15, Pl.Phd.88b,95b, Arist.Mu.396a31, Ocell.1.2; of roots, Thphr.HP3.12.2. II Act., not deadly, harmless, ὄφεις Paus.10.17.12; of symptoms, not fatal, Aret.SD1.5.
German (Pape)
[Seite 268] (s. ἀνόλεθρος), dem Verderben, Untergang nicht unterworfen, Plat. öfter, neben ἀθάνατος Phaed. 88 b; Sp. – Bei Paus. 10, 17, 6 sind ὄφεις ἀν., deren Biß nicht tödtlich ist.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνώλεθρος: -ον, (ὄλεθρος) ὁ μὴ ὑποκείμενος εἰς ὄλεθρον, Παρμεν. Ἀποσπ. 57· ἀθάνατος καὶ ἀνώλεθρος Ἀναξίμανδρ. 1, Πλάτ. Φαίδων 88Β, 95Β, κ. ἀλλ. ΙΙ. ἐνεργ., ὁ μὴ προξενῶν ὄλεθρον, ἀβλαβής, ὄφεις Παυσ. 10. 17, 12· ἐπὶ συμπτωμάτων, Ἀρετ. π. Αἰτ. Χρον. Παθ. 1. 5.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
indestructible, impérissable.
Étymologie: ἀ, ὄλεθρος.
Spanish (DGE)
-ον
1 imperecedero, indestructible τὸ ἄπειρον Anaximand.B 3, τὸ ἐόν Parm.B 8.3, ψυχή Pl.Phd.88b, 95b, Procl.Inst.187, cf. 105, de la unión del alma y el cuerpo, Pl.Lg.904a, εἶδος Pl.Ti.52a, τὸ θεῖον Arist.Ph.203b14, τὸ σύμπαν Arist.Mu.396a31, τὸ πᾶν Ocell.1.2, ὁ κόσμος Luc.Icar.8, Ocell.1.11, 2.22, de las raíces, Thphr.HP 3.12.2
•subst. τὸ ἀ. lo indestructible Plu.2.1016a.
2 que no produce la muerte, que no es mortal de síntomas, Aret.SD 1.5.1
•no venenoso, inocuo ὄφεις Paus.10.17.12.
Greek Monolingual
ἀνώλεθρος, -ον (Α) όλεθρος
1. αυτός που δεν υπόκειται σε φθορά ή καταστροφή, ο άφθαρτος, ο αιώνιος
2. ενεργ. αυτός που δεν προκαλεί καταστροφή ή θάνατο, αβλαβής.
Greek Monotonic
ἀνώλεθρος: -ον (ὄλεθρος), άφθαρτος, ακατάλυτος, σε Πλάτ.· Επικ. ἀν-όλεθρος, έχοντας ξεφύγει τον όλεθρο, σε Ομήρ. Ιλ.
Russian (Dvoretsky)
ἀνώλεθρος: не гибнущий, непреходящий (ἀθάνατος καὶ ἀ. Plat., Arst., Plut.).
Middle Liddell
ὄλεθρος
indestructible, Plat.; epic ἀν-όλεθρος having escaped ruin, Il.