Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ῥάμνος: Difference between revisions

From LSJ

Εὐνοῦχος ἄλλο θηρίον τῶν ἐν βίῳ → Eunuchus, alia vitam spurcans bestia → Ein weitres Lebensungetüm ist der Eunuch

Menander, Monostichoi, 185
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+), ([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1, $2")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=ramnos
|Transliteration C=ramnos
|Beta Code=r(a/mnos
|Beta Code=r(a/mnos
|Definition=ἡ, name of various <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[prickly shrubs]], <span class="bibl">Eup.14.5</span>, <span class="bibl">Theoc.4.57</span>, <span class="bibl">21.36</span>, <span class="bibl">Plb.12.2.2</span>, <span class="title">IG</span>14.352 ii 32 (Halaesa); <b class="b2">Box-thorn, Lycium europaeum</b>, Dsc.1.90, <span class="bibl">Paus.3.14.7</span>; <b class="b3">ῥ. λευκή</b> (λευκοτέρα Dsc. l.c.) <b class="b2">Stone buckthorn, Rhamnus graeca</b>, <span class="bibl">Thphr.<span class="title">HP</span>3.18.2</span>; <b class="b3">ῥ. μέλαινα</b> <b class="b2">Black buckthorn, R. oleoides</b>, ibid.</span>
|Definition=ἡ, name of various <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[prickly shrubs]], <span class="bibl">Eup.14.5</span>, <span class="bibl">Theoc.4.57</span>, <span class="bibl">21.36</span>, <span class="bibl">Plb.12.2.2</span>, <span class="title">IG</span>14.352 ii 32 (Halaesa); <b class="b2">Box-thorn, Lycium europaeum</b>, Dsc.1.90, <span class="bibl">Paus.3.14.7</span>; <b class="b3">ῥ. λευκή</b> (λευκοτέρα Dsc. l.c.) [[Stone buckthorn]], [[Rhamnus graeca]], <span class="bibl">Thphr.<span class="title">HP</span>3.18.2</span>; <b class="b3">ῥ. μέλαινα</b> <b class="b2">Black buckthorn, R. oleoides</b>, ibid.</span>
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 16:21, 1 July 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ῥάμνος Medium diacritics: ῥάμνος Low diacritics: ράμνος Capitals: ΡΑΜΝΟΣ
Transliteration A: rhámnos Transliteration B: rhamnos Transliteration C: ramnos Beta Code: r(a/mnos

English (LSJ)

ἡ, name of various

   A prickly shrubs, Eup.14.5, Theoc.4.57, 21.36, Plb.12.2.2, IG14.352 ii 32 (Halaesa); Box-thorn, Lycium europaeum, Dsc.1.90, Paus.3.14.7; ῥ. λευκή (λευκοτέρα Dsc. l.c.) Stone buckthorn, Rhamnus graeca, Thphr.HP3.18.2; ῥ. μέλαινα Black buckthorn, R. oleoides, ibid.

German (Pape)

[Seite 833] ἡ, eine Art Dornstrauch, Eupolis bei Plut. Symp. 4, 1, 3; auch παλίουρος genannt, Theophr., Diosc., Nic. Th. 631.

Greek (Liddell-Scott)

ῥάμνος: ἡ, εἶδος ἀκανθώδους θάμνου, = παλίουρος, «παλιουριά», Rhamnus paliurus, Εὔπολις ἐν «Αἰξὶν» 1. 5· ὁ Θεόφραστ. μνημονεύει δύο εἴδη ῥάμνου, λευκὴν καὶ μέλαιναν, π. Φυτ. Ἱστ. 3. 18, 2· ὁ Διοσκ. 1. 119, τρία εἴδη.

Spanish

espino

Greek Monolingual

ο / ῥάμνος, η, ΝΜΑ
(σύμφωνα με τη σύγχρονη επιστημονική ταξινόμηση) γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών που ανήκει στην τάξη ραμνώδη και περιλαμβάνει 150 περίπου είδη μικρών δέντρων ή θάμνων τών εύκρατων περιοχών του βόρειου ημισφαιρίου, από τα οποία είναι γνωστά στην Ελλάδα με τις κοινές, σήμερα, ονομασίες τα εξής: λιβαδόραμνος, βουρβουλιά, λευκαγκαθιά, κιτρινόξυλο, λατσιχεριά, πετραγκαθιά, βουνόραμνος, ράμνος του Παρνασού, μαυραγκαθιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η λ. ῥάμνος (πιθ. < ῥάβνος) έχει, κατά μια άποψη, σχηματιστεί από το θ. ῥαδ- της λ. ῥάβδος (βλ. λ. ράβδος) με επίθημα -νος ίσως κατ' αναλογία προς το θάμ-νος. Είναι, όμως, πιθανό να πρόκειται για λ. του προελληνικού γλωσσικού υποστρώματος. Τη λ. δανείστηκαν οι ξένες γλώσσες, πρβλ. αγγλ. rhamnus].

Russian (Dvoretsky)

ῥάμνος:Eupolis ap. Plut. = παλίουρος.

Frisk Etymological English

Grammatical information: f.
Meaning: briar, rhamnus (Eup., hell. a. late).
Derivatives: From it `Ραμνοῦς, -οῦντος m. n. of an Att. demos with -ούσιος (Att.).
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]X [probably]
Etymology: May stand for *ῥάβνος and so belong with ῥάβδος a. cognates, s.v. w. lit.; the ν-suffix as in (or: after) θάμνος. Further combinations s. also Bq; cf. also ῥαδινός and ῥέμβομαι. -- Quite possibly a Pre-Greek word.

Frisk Etymology German

ῥάμνος: {rhámnos}
Grammar: f.
Meaning: Dornstrauch, Rhamnus (Eup., hell. u. sp.).
Derivative: Davon Ῥαμνοῦς, -οῦντος m. N. eines att. Demos mit -ούσιος (att.).
Etymology : Kann für *ῥάβνος stehen und somit zu ῥάβδος u. Verw. gehören, s.d. m. Lit.; das ν-Suffix nach θάμνος. Über weitere, ganz entlegene Kombinationen s. auch Bq; vgl. noch ῥαδινός und ῥέμβομαι.
Page 2,641