χωρητικός: Difference between revisions
Περὶ τοῦ ἐπέκεινα τοῦ νοῦ κατὰ μὲν νόησιν πολλὰ λέγεται, θεωρεῖται δὲ ἀνοησίᾳ κρείττονι νοήσεως → On the subject of that which is beyond intellect, many statements are made on the basis of intellection, but it may be immediately cognised only by means of a non-intellection superior to intellection
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1") |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=choritikos | |Transliteration C=choritikos | ||
|Beta Code=xwrhtiko/s | |Beta Code=xwrhtiko/s | ||
|Definition=ή, όν, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> [[able to contain]], | |Definition=ή, όν, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> [[able to contain]], [[ὑγρότητος]] Sch.<span class="bibl">Ptol.19</span>. </span><span class="sense"> <span class="bld">2</span> [[capable of]], ἄνθρωπος ζῷον λογισμοῦ χ. <span class="bibl">Ael.<span class="title">NA</span>2.11</span>, cf. <span class="bibl">S.E.<span class="title">P.</span>3.121</span>. Adv. -κῶς Suid. s.v. [[χανδόν]].</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 13:49, 8 July 2020
English (LSJ)
ή, όν,
A able to contain, ὑγρότητος Sch.Ptol.19. 2 capable of, ἄνθρωπος ζῷον λογισμοῦ χ. Ael.NA2.11, cf. S.E.P.3.121. Adv. -κῶς Suid. s.v. χανδόν.
German (Pape)
[Seite 1387] fassend, in sich begreifend, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
χωρητικός: -ή, -όν, ἱκανὸς νὰ χωρήσῃ, νὰ περιλάβῃ τι, δεκτικός, λογισμοῦ Αἰλ. περὶ Ζ. 2. 11, πρβλ. Σέξτ. Ἐμπ. π. Π. 3. 121. - Ἐπίρρ. -κῶς, Σουΐδ.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
capable de contenir, gén..
Étymologie: χωρέω.
Greek Monolingual
-ή, -ό / χωρητικός, -ή, -όν, ΝΜΑ χωρητός
ο ικανός να χωρέσει, να περιλάβει κάτι
νεοελλ.
φρ. «χωρητική αντίσταση»
(ηλεκτρολ.) η αντίσταση που προβάλλει στη διέλευση ενός ημιτονοειδούς εναλλασσόμενου ρεύματος ένας πυκνωτής ή ένας οποιοσδήποτε αγωγός ορισμένης χωρητικότητας
αρχ.
ο δεκτικός επιδράσεων.
επίρρ...
χωρητικῶς Α
με χωρητικό τρόπο, με δεκτικότητα.
Russian (Dvoretsky)
χωρητικός: способный вместить, вмещающий (τινος Sext.).