κρουνοχυτρολήραιος: Difference between revisions

From LSJ

Δεινότερον οὐδὲν ἄλλο μητρυιᾶς κακόν → Nulla est noverca pestis exitalior → Kein schlimmres Übel gibt's als eine Stiefmutter

Menander, Monostichoi, 127
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)-([\w]+)<\/b>" to "$1-$2")
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=krounochytroliraios
|Transliteration C=krounochytroliraios
|Beta Code=krounoxutrolh/raios
|Beta Code=krounoxutrolh/raios
|Definition=ὁ, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[pourer forth of washy twaddle]], with collat.notion of [[water-drinker]], Com.word in <span class="bibl">Ar.<span class="title">Eq.</span>89</span>.</span>
|Definition=ὁ, <span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[pourer forth of washy twaddle]], with collat.notion of [[water-drinker]], Com.word in <span class="bibl">Ar.<span class="title">Eq.</span>89</span>.</span>
}}
}}
{{ls
{{ls

Revision as of 09:50, 11 December 2020

English (LSJ)

ὁ,    A pourer forth of washy twaddle, with collat.notion of water-drinker, Com.word in Ar.Eq.89.

Greek (Liddell-Scott)

κρουνοχυτρολήραιος: ὁ, κωμικ. λέξις ἐν Ἀριστοφ. Ἱππ. 89, ἀκρίτως ἐκχέων ἄφθονον καὶ μάταιον λῆρον, ἀνόητος, περιττολόγος, φλύαρος.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
flux de paroles ; bavard insupportable.
Étymologie: κρουνός, χύτρα, λῆρος.

Greek Monolingual

κρουνοχυτρολήραιος, ὁ (Α)
αυτός που λέει πολλές ανοησίες, φαφλατάςκρουνοχυτρολήραιος ει», Αριστοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. «Σύνθετο επ' ευκαιρία», πλασμένο στη γλώσσα της κωμωδίας (Αριστοφ.) < κρουνός + χύτρα + λῆρος «ανόητος, φαφλατάς» + επίθημα -αιος].

Greek Monotonic

κρουνοχυτρολήραιος: ὁ (κρουνός, χύτρα, ληρέω), αυτός που βγάζει από το στόμα ανούσιες φλυαρίες, σε Αριστοφ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κρουνοχυτρολήραιος -ου, ὁ [κρουνός, χύτρα, λῆρος] slappe-onzin-spuiter ( kom. epith. ).

Russian (Dvoretsky)

κρουνοχυτρολήραιος: ὁ ирон. водолей, пустослов Arph.

Middle Liddell

κρουνο-χυτρο-λήραιος, ὁ, κρουνός, χύτρα, ληρέω
a pourer forth of washy twaddle, Ar.