πηγεσίμαλλος: Difference between revisions

From LSJ

Ὅμοια πόρνη δάκρυα καὶ ῥήτωρ ἔχει → Lacrumae oratori eaedem ac meretrici cadunt → Von Dirne und von Redner sind die Tränen gleich

Menander, Monostichoi, 426
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)-([\w]+)<\/b>" to "$1-$2")
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=pigesimallos
|Transliteration C=pigesimallos
|Beta Code=phgesi/mallos
|Beta Code=phgesi/mallos
|Definition=[ῐ], ον, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[thick-fleeced]], ἀρνειός <span class="bibl">Il.3.197</span> ; cf. [[πηγός]].</span>
|Definition=[ῐ], ον, <span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[thick-fleeced]], ἀρνειός <span class="bibl">Il.3.197</span> ; cf. [[πηγός]].</span>
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 17:15, 11 December 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πηγεσίμαλλος Medium diacritics: πηγεσίμαλλος Low diacritics: πηγεσίμαλλος Capitals: ΠΗΓΕΣΙΜΑΛΛΟΣ
Transliteration A: pēgesímallos Transliteration B: pēgesimallos Transliteration C: pigesimallos Beta Code: phgesi/mallos

English (LSJ)

[ῐ], ον,    A thick-fleeced, ἀρνειός Il.3.197 ; cf. πηγός.

German (Pape)

[Seite 608] dichtwollig, mit dichtwolligem Vließe, ἀρνειός, Il. 3, 197; nach Eust. wollten es Andere »schwarzwollig« erklären.

Greek (Liddell-Scott)

πηγεσίμαλλος: -ον, ὁ πυκνὸν ἔχων μαλλόν, πυκνόμαλλος, ἀρνειὸς Ἰλ. Γ. 197· πρβλ. πηγός.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
à l’épaisse toison.
Étymologie: πήγνυμι, μαλλός.

English (Autenrieth)

(πήγνῦμι): thickfleeced, Il. 3.197†.

Greek Monolingual

-ον, Α
(για αρνί) αυτός που έχει πυκνό τρίχωμα, πυκνόμαλλος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. πηγ- του πήγνυμι, με παρέκταση -εσι- κατά τα συνθ. του τύπου τερψίμβροτος για μετρικούς λόγους + -μαλλος (< μαλλός), πρβλ. δασύ-μαλλος].

Greek Monotonic

πηγεσίμαλλος: -ον, αυτός που έχει πυκνά μαλλιά, ἀρνειός, σε Ομήρ. Ιλ.

Russian (Dvoretsky)

πηγεσίμαλλος: (ῐ) πήγνυμι густорунный (ἀρνειός Hom.).

Middle Liddell

πηγεσί-μαλλος, ον,
thick-fleeced, ἀρνειός Il.