συστράτηγος: Difference between revisions

From LSJ

κατὰ τὸν δεύτερον, φασί, πλοῦν τὰ ἐλάχιστα ληπτέον τῶν κακῶν → we must as second best, as people say, take the least of the evils

Source
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)-([\w]+)<\/b>" to "$1-$2")
(CSV import)
Line 33: Line 33:
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=συ-στράτηγος, ὁ,<br />a [[joint]]-[[commander]], Eur., Thuc., etc.
|mdlsjtxt=συ-στράτηγος, ὁ,<br />a [[joint]]-[[commander]], Eur., Thuc., etc.
}}
{{WoodhouseReversedUncategorized
|woodrun=[[fellow general]], [[fellow-commander]]
}}
}}

Revision as of 15:35, 4 July 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συστρᾰτηγος Medium diacritics: συστράτηγος Low diacritics: συστράτηγος Capitals: ΣΥΣΤΡΑΤΗΓΟΣ
Transliteration A: systrátēgos Transliteration B: systratēgos Transliteration C: systratigos Beta Code: sustra/thgos

English (LSJ)

(proparox.), ὁ,

   A fellow-general, E.Ph.745, Th.2.58, X.An.2.6.29, Μους. Σμυρν. 1878p.54 (Erythrae), etc.

German (Pape)

[Seite 1045] ὁ, Mitfeldherr, College des στρατηγός; Eur. Phoen. 745; Thuc. 2, 58; Xen. An. 2, 6, 29.

Greek (Liddell-Scott)

συστράτηγος: ὁ, ὁ στρατηγῶν μετ’ ἄλλου, μετέχων τῆς στρατηγίας, Εὐρ. Φοίν. 745, Θουκ. 2. 58, Πλάτ., Ξεν., κλπ· θηλ. συστρατηγέτις, ιδος, Νικήτ. Χων. 1, σ. 13D.

French (Bailly abrégé)

c. συστρατηγός.

Greek Monolingual

ο, ΝΜΑ, θηλ. συστρατηγέτις, -ιδος, Μ
αυτός που είναι μαζί με άλλον στρατηγός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + στρατηγός.

Greek Monotonic

συστράτηγος: ὁ, στρατηγός μαζί με άλλους, σε Ευρ., Θουκ. κ.λπ.

Russian (Dvoretsky)

συστράτηγος: (ᾰ) ὁ товарищ или помощник командующего Eur., Thuc., Xen., Plat., Plut.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συ-στράτηγος -ου, ὁ, Att. ook ξυστράτηγος mede-aanvoerder, medegeneraal.

Middle Liddell

συ-στράτηγος, ὁ,
a joint-commander, Eur., Thuc., etc.

English (Woodhouse)

fellow general, fellow-commander

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)