χειμάμυνα: Difference between revisions
μούνη γὰρ ἄγειν οὐκέτι σωκῶ λύπης ἀντίρροπον ἄχθος → I have no longer strength to bear alone the burden of grief that weighs me down, I no longer have the strength to hold up alone the weight of grief that pushes against me, I no longer have the strength to counterbalance alone the weight of grief that acts as counterweight, I have no longer strength to balance alone the counterpoising weight of sorrow
m (Text replacement - "Πολυδ." to "Πολυδ.") |
|||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''χειμάμῡνα''': ἡ, [[ἄμυνα]] κατὰ τοῦ χειμῶνος, χειμερινὸν [[ἱμάτιον]], «καὶ χλαῖναν δὲ παχεῖαν, ἣν χειμάμυναν μὲν Αἰσχύλος, [[Ὅμηρος]] δὲ ἀλεξάνεμον κέκληκεν» | |lstext='''χειμάμῡνα''': ἡ, [[ἄμυνα]] κατὰ τοῦ χειμῶνος, χειμερινὸν [[ἱμάτιον]], «καὶ χλαῖναν δὲ παχεῖαν, ἣν χειμάμυναν μὲν Αἰσχύλος, [[Ὅμηρος]] δὲ ἀλεξάνεμον κέκληκεν» Πολυδ. Ζ΄, 61· ἐκ τοῦ Σοφ. ἐν τοῖς Bachm. Ἀνεκδ. 1. 415. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 21:05, 7 July 2020
English (LSJ)
[ᾰμ], ἡ,
A defence against winter, thick winter cloak, A.Fr.449, S.Fr.1112, Ael.Dion.Fr.445.
German (Pape)
[Seite 1342] ἡ, Abwehr u. Schutz gegen Winter, Sturm u. Regen, ein dicker Winterrock; Aesch. frg. 390; Soph. frg. 958.
Greek (Liddell-Scott)
χειμάμῡνα: ἡ, ἄμυνα κατὰ τοῦ χειμῶνος, χειμερινὸν ἱμάτιον, «καὶ χλαῖναν δὲ παχεῖαν, ἣν χειμάμυναν μὲν Αἰσχύλος, Ὅμηρος δὲ ἀλεξάνεμον κέκληκεν» Πολυδ. Ζ΄, 61· ἐκ τοῦ Σοφ. ἐν τοῖς Bachm. Ἀνεκδ. 1. 415.
Greek Monolingual
ἡ, Α
βαρύ ένδυμα και κάθε άλλο μέσο με το οποίο αντιμετωπίζει κανείς τις δυσμενείς καιρικές συνθήκες του χειμώνα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χεῖμα (βλ. λ. χειμώνας) + ἄμυνα.
Russian (Dvoretsky)
χειμάμῡνα: ἡ защита от холода, т. е. зимний плащ Aesch., Soph.