καταβαπτίζω: Difference between revisions
οὕτω τι βαθὺ καὶ μυστηριῶδες ἡ σιγὴ καὶ νηφάλιον, ἡ δὲ μέθη λάλον → silence is something profound and mysterious and sober, but drunkenness chatters
m (Text replacement - "Pass., [[to be" to "Pass., to [[be") |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=katavaptizo | |Transliteration C=katavaptizo | ||
|Beta Code=katabapti/zw | |Beta Code=katabapti/zw | ||
|Definition=<span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> [[dip]], [[drown]], of wine, κ. τὴν ζωτικὴν δύναμιν <span class="bibl">Alex.Aphr.<span class="title">Pr.</span>1.17</span>; τὴν ψυχήν <span class="bibl">Ach.Tat.1.3</span>:—Pass., [[ | |Definition=<span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> [[dip]], [[drown]], of wine, κ. τὴν ζωτικὴν δύναμιν <span class="bibl">Alex.Aphr.<span class="title">Pr.</span>1.17</span>; τὴν ψυχήν <span class="bibl">Ach.Tat.1.3</span>:—Pass., to [[be submerged]], [[overwhelmed]], ὑπὸ τῆς ὑγρότητος <span class="bibl">Steph.<span class="title">in Gal.</span>1.278D.</span>; καταβαπτισθήσεταί μοι τὸ ζῆν <span class="bibl">Alciphr. 2.3</span>.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 15:55, 2 July 2020
English (LSJ)
A dip, drown, of wine, κ. τὴν ζωτικὴν δύναμιν Alex.Aphr.Pr.1.17; τὴν ψυχήν Ach.Tat.1.3:—Pass., to be submerged, overwhelmed, ὑπὸ τῆς ὑγρότητος Steph.in Gal.1.278D.; καταβαπτισθήσεταί μοι τὸ ζῆν Alciphr. 2.3.
German (Pape)
[Seite 1339] untertauchen, im Wasser ersticken, ersäufen, Sp., auch übertr., ὑπὸ μέθης, λύπης καταβαπτίζεσθαι, τὸν νοῦν καταβαπτισθείς, Eumath.
Greek (Liddell-Scott)
καταβαπτίζω: μέλλ. Ἀττ. -ῐῶ, βυθίζω ἐντὸς τοῦ ὕδατος, καταπνίγω, τὸ πλῆθος τοῦ οἴνου τὴν ζωτικὴν δύναμιν… καταβαπτίζει Ἀλέξ. Ἀφρ. Προβλ. 1. 17, Ἀλκίφρ. 2-3, πρβλ. Ἀχιλλ. Τατ. 1. 3. -Παθ., πνίγομαι, ὑπὸ μέθης, τῇ θλίψει Εὐμάθ. σ. 198.
Greek Monolingual
καταβαπτίζω (AM)
1. (κυριολ. και συν. μτφ.) βυθίζω κάτι μέσα στο νερό, καταπνίγω
2. μτφ. κατακλύζω, καταπλημμυρίζω
3. εκκλ. βαπτίζω με αντικανονικό, με σχισματικό τρόπο
μσν.
1. περιλούζω, καταβρέχω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + βαπτίζω «βυθίζω»].