κρεῖον: Difference between revisions
ἄλλος Ἡρακλῆς, ἄλλος αὐτός → close friendship, close friend, another Hercules—another self, another Heracles—another self
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=kreion | |Transliteration C=kreion | ||
|Beta Code=krei=on | |Beta Code=krei=on | ||
|Definition=τό, (κρέας) <span class="sense" | |Definition=τό, (κρέας) <span class="sense"> <span class="bld">A</span> [[meat-tray]], [[dresser]], <span class="bibl">Il.9.206</span>:—Ion. κρήϊον Hsch. </span><span class="sense"> <span class="bld">II</span> = [[κρέας]], <span class="bibl">Euph.155</span>.</span> | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Revision as of 09:55, 11 December 2020
English (LSJ)
τό, (κρέας) A meat-tray, dresser, Il.9.206:—Ion. κρήϊον Hsch. II = κρέας, Euph.155.
Greek (Liddell-Scott)
κρεῖον: τό, (κρέας) τράπεζα μαγειρική, ἐφ’ ἧς παρεσκευάζοντο τὰ κρέατα, Ἰλ. Ι. 206· οὐχί, ὥς τινες ἑρμηνεύουσιν, ἀγγεῖον, χύτρα κρέατος· ὁ Ἡσύχ. ἔχει Ἰων. τύπον κρήιον, καὶ ἑρμηνεύει: «κρεωθήκην, ἐπίκοπον, κρεοδόχον λέβητα». ΙΙ. παρ’ Εὐφορ. 133, κρέας. ΙΙΙ. ἴδε ἐν λέξ. κρήιον.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
table où l’on étend les viandes.
Étymologie: κρέας.
English (Autenrieth)
(κρέας): meat-tray, dresser, Il. 9.206†.
Greek Monolingual
κρεῑον, ιων. τ. κρήϊον, τὸ (Α)
1. τραπέζι ή σανίδα πάνω στην οποία κοβόταν και παρασκευαζόταν το κρέας
2. κρέας
3. είδος πίτας.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < αμάρτυρο κρέ-ειον (< θ. κρε- του κρέας) με υφαίρεση. Ο τ. κρήϊον, που απαντά στον Ησύχ., σχηματίστηκε πιθ. από το ίδιο θ. κρε- + επίθημα -ήϊον, με συναίρεση].
Greek Monotonic
κρεῖον: τό (κρέας), μαγειρικό τραπέζι, ντουλάπι κουζίνας, μπουφές, σε Ομήρ. Ιλ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κρεῖον -ου, τό [κρέας] hakblok.
Russian (Dvoretsky)
κρεῖον: τό доска для разрезания мяса Hom.