κανδύταλις: Difference between revisions
m (Text replacement - "Πολυδ." to "Πολυδ.") |
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=kandytalis | |Transliteration C=kandytalis | ||
|Beta Code=kandu/talis | |Beta Code=kandu/talis | ||
|Definition=[ῡ], ὁ, <span class="sense" | |Definition=[ῡ], ὁ, <span class="sense"> <span class="bld">A</span> [[clothes-press]], Maced. word in <span class="bibl">Diph.40</span>, <span class="bibl">Men.82</span>: κανδύλη or κανδυτάνη, Hsch.: pl. κανδύτανες prob. in <span class="bibl">Ael.<span class="title">NA</span>17.17</span>, cf. <span class="bibl">Poll.7.79</span>, Phot. (who also explains it as a kind of [[fish]], or = [[αἰδοῖον]]).</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 22:35, 10 December 2020
English (LSJ)
[ῡ], ὁ, A clothes-press, Maced. word in Diph.40, Men.82: κανδύλη or κανδυτάνη, Hsch.: pl. κανδύτανες prob. in Ael.NA17.17, cf. Poll.7.79, Phot. (who also explains it as a kind of fish, or = αἰδοῖον).
German (Pape)
[Seite 1320] ιδος, ὁ, ein Kleiderschrank eine Lade zu Kleidern, Diphil. bei Poll. 10, 147, von κάνδυς, also ein persisches Wort.
Greek (Liddell-Scott)
κανδύταλις: ἡ, ἱματιοθήκη, Μακεδ. λέξις παρὰ τῷ Διφίλ. ἐν «Ἐπιδικαζομένῳ» 1, Μέναδρ. ἐν «Ἀσπίδι» 8 (παρὰ Πολυδ. Ι΄, 137)· - ὡσαύτως, κανδυτάλη ἢ -άνη, «κανδυτάναι ἢ κανδύλαι· ἱματιοθῆκαι ὅπου τὰ πολυτελῆ ἱμάτια ἔβαλλον» Ἡσύχ.· πληθ. κανδύτανες (ἢ -εις) Πολυδ. Ζ΄, 79, «κανδύτανες· ἱματιοφορίδες· οἱ δὲ εἶδος ἰχθύων· ἔστι δ’ ὅτε τὸ αἰδοῖον» Φώτ.· οὕτω καὶ κανδύλη, Ἡσύχ. ἔνθ’ ἀνωτ.
Greek Monolingual
κανδύταλις, -ιδος, ὁ (Α)
κανδυτάνη.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. τών κανδυτάνη, κανδύλη και πιθ. προϊόν συμφυρμού τους].
Russian (Dvoretsky)
κανδύτᾰλις: ιδος (ῠ) ὁ платяной сундук или шкаф Men.