θέρμω: Difference between revisions
ὡς οὐ δικαίως θάνατον ἔχθουσιν βροτοί, ὅσπερ μέγιστον ῥῦμα τῶν πολλῶν κακῶν → since unjustly men hate death, which is the greatest defence against their many ills
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1") |
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=thermo | |Transliteration C=thermo | ||
|Beta Code=qe/rmw | |Beta Code=qe/rmw | ||
|Definition=(θέρω) <span class="sense" | |Definition=(θέρω) <span class="sense"> <span class="bld">A</span> [[heat]], [[make hot]], only in pres. or impf. forms, θέρμετε δ' ὕδωρ <span class="bibl">Od.8.426</span>, <span class="bibl">Ar.<span class="title">Ra.</span>1339</span>:—Pass., [[grow hot]], θέρμετο δ' ὕδωρ <span class="bibl">Od. 8.437</span>, <span class="bibl">Il.18.348</span>; πνοιῇ… μετάφρενον εὐρέε τ' ὤμω θέρμετ' <span class="bibl">23.381</span>; θέρμετο δὲ χθών Call.<b class="b2">Fr.anon</b>.<span class="bibl">24</span>; <b class="b3">μή πού τις ἐνὶ χροῒ θέρμετ'</b> (Ep. for [[θέρμηται]]) ἀϋτμή <span class="bibl">Opp.<span class="title">H.</span>3.522</span>.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 21:10, 10 December 2020
English (LSJ)
(θέρω) A heat, make hot, only in pres. or impf. forms, θέρμετε δ' ὕδωρ Od.8.426, Ar.Ra.1339:—Pass., grow hot, θέρμετο δ' ὕδωρ Od. 8.437, Il.18.348; πνοιῇ… μετάφρενον εὐρέε τ' ὤμω θέρμετ' 23.381; θέρμετο δὲ χθών Call.Fr.anon.24; μή πού τις ἐνὶ χροῒ θέρμετ' (Ep. for θέρμηται) ἀϋτμή Opp.H.3.522.
German (Pape)
[Seite 1202] erwärmen, heiß machen; θέρμετε ὕδωρ Od. 8, 426; Ar. Ran. 1339. – Pass. warm werden, θέρμετο δ' ὕδωρ Il. 18, 348 Od. 8, 437.
Greek (Liddell-Scott)
θέρμω: (θέρω), θερμαίνω, ζεσταίνω, θέρμετε δ’ ὕδωρ Ὀδ. Θ. 426, Ἀριστοφ. Βατρ. 1339. - Παθ., θερμαίνομαι, γίνομαι θερμός, θέρμετο δ’ ὕδωρ Ὀδ. Θ. 437, Ἰλ. Σ. 348· πνοιῇ... μετάφρενον εὐρέε τ’ ὤμω θέρμετ’ Ψ. 381· θέρμετο δὲ χθὼν Ἐπ. παρὰ Σουΐδ. ἐν λ. ἔνδιος· μή πού τις ἐνὶ χροῒ θέρμετ’ (Ἐπ. ἀντὶ θέρμηται) ἀϋτμὴ Ὀππ. Ἁλ. 3. 522. - Ἅπαντες οἱ τύποι (καὶ οὐδεὶς ἕτερος ἀπαντᾷ) ἠδύναντο νὰ ὑπαχθῶσιν εἰς ἐνεργ. ἀόρ. β΄ καὶ παθ. τοῦ θερμαίνω· ἐν τῇ Ἰλιάδι ὅμως (ἔνθ’ ἀνωτ.) εἶναι φανερὰ ἡ σημασία τοῦ παρατ.
French (Bailly abrégé)
1 chauffer, échauffer;
2 Pass. s’échauffer, être chaud.
Étymologie: θερμός.
English (Autenrieth)
imp. θέρμετε:=θερμαίνω, pass., Il. 23.381.
Greek Monolingual
θέρμω (Α)
ζεσταίνω.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για μετονοματικό του θερμός που απαντά μόνο στον ενεστ. και πρτ. και σχηματίστηκε είτε με επίθημα y-e/o- είτε με θεματικό φωνήεν].
Greek Monotonic
θέρμω: (θέρω), θερμαίνω, ζεσταίνω, σε Ομήρ. Οδ., Αριστοφ. Παθ., ζεσταίνομαι, θερμαίνομαι, αναπτύσσω θερμότητα, σε Όμηρ.
Russian (Dvoretsky)
θέρμω: греть, согревать, нагревать (ὕδωρ Hom., Arph.).
Middle Liddell
θέρμω, θέρω
to heat, make hot, Od., Ar.:—Pass. to be heated, grow hot, Hom.