Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

χωρητικός: Difference between revisions

From LSJ

Ἀλλ’ ἐσθ’ ὁ θάνατος λοῖσθος ἰατρός κακῶν → But death is the ultimate healer of ills

Sophocles, Fragment 698
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1")
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=choritikos
|Transliteration C=choritikos
|Beta Code=xwrhtiko/s
|Beta Code=xwrhtiko/s
|Definition=ή, όν, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[able to contain]], [[ὑγρότητος]] Sch.<span class="bibl">Ptol.19</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">2</span> [[capable of]], ἄνθρωπος ζῷον λογισμοῦ χ. <span class="bibl">Ael.<span class="title">NA</span>2.11</span>, cf. <span class="bibl">S.E.<span class="title">P.</span>3.121</span>. Adv. -κῶς Suid. s.v. [[χανδόν]].</span>
|Definition=ή, όν, <span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[able to contain]], [[ὑγρότητος]] Sch.<span class="bibl">Ptol.19</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">2</span> [[capable of]], ἄνθρωπος ζῷον λογισμοῦ χ. <span class="bibl">Ael.<span class="title">NA</span>2.11</span>, cf. <span class="bibl">S.E.<span class="title">P.</span>3.121</span>. Adv. -κῶς Suid. s.v. [[χανδόν]].</span>
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 10:40, 12 December 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χωρητικός Medium diacritics: χωρητικός Low diacritics: χωρητικός Capitals: ΧΩΡΗΤΙΚΟΣ
Transliteration A: chōrētikós Transliteration B: chōrētikos Transliteration C: choritikos Beta Code: xwrhtiko/s

English (LSJ)

ή, όν,    A able to contain, ὑγρότητος Sch.Ptol.19.    2 capable of, ἄνθρωπος ζῷον λογισμοῦ χ. Ael.NA2.11, cf. S.E.P.3.121. Adv. -κῶς Suid. s.v. χανδόν.

German (Pape)

[Seite 1387] fassend, in sich begreifend, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

χωρητικός: -ή, -όν, ἱκανὸς νὰ χωρήσῃ, νὰ περιλάβῃ τι, δεκτικός, λογισμοῦ Αἰλ. περὶ Ζ. 2. 11, πρβλ. Σέξτ. Ἐμπ. π. Π. 3. 121. - Ἐπίρρ. -κῶς, Σουΐδ.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
capable de contenir, gén..
Étymologie: χωρέω.

Greek Monolingual

-ή, -ό / χωρητικός, -ή, -όν, ΝΜΑ χωρητός
ο ικανός να χωρέσει, να περιλάβει κάτι
νεοελλ.
φρ. «χωρητική αντίσταση»
(ηλεκτρολ.) η αντίσταση που προβάλλει στη διέλευση ενός ημιτονοειδούς εναλλασσόμενου ρεύματος ένας πυκνωτής ή ένας οποιοσδήποτε αγωγός ορισμένης χωρητικότητας
αρχ.
ο δεκτικός επιδράσεων.
επίρρ...
χωρητικῶς Α
με χωρητικό τρόπο, με δεκτικότητα.

Russian (Dvoretsky)

χωρητικός: способный вместить, вмещающий (τινος Sext.).