ἐπιμελητικός: Difference between revisions
κάμψαι διαύλου θάτερον κῶλον πάλιν → bend back along the second turn of the race, turning the bend and coming back for the second leg of the double run, run the homeward course, retrace one's steps
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1") |
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=epimelitikos | |Transliteration C=epimelitikos | ||
|Beta Code=e)pimelhtiko/s | |Beta Code=e)pimelhtiko/s | ||
|Definition=ή, όν, <span class="sense" | |Definition=ή, όν, <span class="sense"> <span class="bld">A</span> [[able to take charge]], [[managing]], <span class="bibl">X.<span class="title">Oec.</span>12.19</span>; <b class="b3">ἡ -κή</b> (sc. [[τέχνη]]), = [[ἐπιμέλεια]], <span class="bibl">Pl.<span class="title">Plt.</span>275e</span>sq.; αἴσθησις ἐ. τῶν τέκνων <span class="bibl">Arist.<span class="title">GA</span>753a8</span>; <b class="b3">τὸ τοῦ ἰδίου σώματος ἐ</b>. <span class="bibl">M.Ant.1.16</span>.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 19:43, 12 December 2020
English (LSJ)
ή, όν, A able to take charge, managing, X.Oec.12.19; ἡ -κή (sc. τέχνη), = ἐπιμέλεια, Pl.Plt.275esq.; αἴσθησις ἐ. τῶν τέκνων Arist.GA753a8; τὸ τοῦ ἰδίου σώματος ἐ. M.Ant.1.16.
German (Pape)
[Seite 961] ή, όν, zum Sorgen, Pflegen geschickt, Xen. Oec. 12, 19; ἡ ἐπιμελητική, sc. τέχνη, die Wartung, Pflege, Plat. Polit. 275 e.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπιμελητικός: -ή, -όν, ὁ ἐπιμελούμενος πράγματός τινος, ὁ ἱκανὸς νὰ ἐπιστατῇ, τὸν δὲ ἐπιμελητικούς βουλόμενον ποιήσασθαί τινας Ξεν. Οἰκ. 12, 19· ἡ ἐπιμελητικὴ (ἐνν. τέχνη) = ἐπιμέλεια, Πλάτ. Πολιτικ. 275Ε κἑξ.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
porté à prendre soin de.
Étymologie: ἐπιμελέομαι.
Greek Monolingual
ἐπιμελητικός, -ή, -όν (Α) επιμελητής
1. ο αρμόδιος ή ικανός να φροντίζει κάτι
2. (το θηλ. ή το ουδ. ως ουσ.) ἡ ἐπιμελητική, τὸ ἐπιμελητικόν
η επιμέλεια, η φροντίδα.
Greek Monotonic
ἐπιμελητικός: -ή, -όν, αυτός που είναι ικανός να διευθύνει, διευθυντικός, σε Ξεν.
Russian (Dvoretsky)
ἐπιμελητικός: умеющий заботиться, заботливый Xen., Arst.
Middle Liddell
ἐπιμελητικός, ή, όν [from ἐπιμελητής
able to take charge, managing, Xen.