ὀρχηστικός: Difference between revisions
ἐν οἰκίᾳ τυφλῶν καὶ ὁ νυκτάλωψ ὀξυδερκής → even the day-blind is sharp-eyed in a blind house | among the blind, the one-eyed man is king
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1") |
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=orchistikos | |Transliteration C=orchistikos | ||
|Beta Code=o)rxhstiko/s | |Beta Code=o)rxhstiko/s | ||
|Definition=ή, όν, <span class="sense" | |Definition=ή, όν, <span class="sense"> <span class="bld">A</span> [[of]] or [[fit for dancing]], of the trochaic verse, τετραμέτρῳ ἐχρῶντο διὰ τὸ σατυρικὴν καὶ -ωτέραν εἶναι τὴν ποίησιν <span class="bibl">Arist.<span class="title">Po.</span>1449a23</span> ; <b class="b3">ὀ. [μέτρον]</b> ib.<span class="bibl">1460a1</span> ; ὀ. μέλος <span class="bibl">Id.<span class="title">Fr.</span>583</span> ; σχήματα <span class="bibl">Ath.1.21e</span> ; of persons, [[good at dancing]], Gal.6.158, <span class="bibl">Ptol.<span class="title">Tetr.</span>64</span> ; <b class="b3">ἡ -κὴ τέχνη</b> the [[art of dancing]], <span class="bibl">Pl.<span class="title">Lg.</span>816a</span>, etc.; εἰς -κὸν συνεκπίπτοντες Longin.41.1. </span><span class="sense"> <span class="bld">II</span> [[pantomimic]], <span class="bibl">Luc.<span class="title">Salt.</span>31</span>.—[[ὀρχηστρικός]] is perh. f.l. for [[ὀρχηστικός]] in Theopomp.Hist.III([[a]]).</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 07:27, 13 December 2020
English (LSJ)
ή, όν, A of or fit for dancing, of the trochaic verse, τετραμέτρῳ ἐχρῶντο διὰ τὸ σατυρικὴν καὶ -ωτέραν εἶναι τὴν ποίησιν Arist.Po.1449a23 ; ὀ. [μέτρον] ib.1460a1 ; ὀ. μέλος Id.Fr.583 ; σχήματα Ath.1.21e ; of persons, good at dancing, Gal.6.158, Ptol.Tetr.64 ; ἡ -κὴ τέχνη the art of dancing, Pl.Lg.816a, etc.; εἰς -κὸν συνεκπίπτοντες Longin.41.1. II pantomimic, Luc.Salt.31.—ὀρχηστρικός is perh. f.l. for ὀρχηστικός in Theopomp.Hist.III(a).
German (Pape)
[Seite 390] zum Tanze gehörig; ἡ ὀρχηστικὴ τέχνη, die Tanzkunst, Plat. Legg. VII, 816 a; ohne τέχνη, Pol. 9, 20, 7; Folgde; ὀρχηστικαὶ ὑποθέσεις, pantomimisch, Luc. de salt. 31; ὀρχηστικωτέρα ἡ ποίησις, Arist. poet. 4, 18. – Adv., Ael. N. A. 2, 11.
Greek (Liddell-Scott)
ὀρχηστικός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς ὄρχησιν, ἐπὶ τοῦ τροχαϊκοῦ στίχου (πρβλ. κορδακικός), τῷ τετραμέτρῳ ἐχρῶντο διὰ τὸ σατυρικὴν καὶ ὀρχηστικωτέραν εἶναι τὴν ποίησιν Ἀριστ. Ποιητ. 4, 18· ὀρ. μέτρον αὐτόθι 24, 10· ὀρχ. μέλος, σχῆμα Ἀθήν., κλ., ἴδε ἐν λ. ὑγρότης· ― ἡ ὀρχηστικὴ τέχνη, ἡ τέχνη τοῦ ὀρχεῖσθαι, τοῦ χοροῦ, Πλάτ. Νόμ. 816Α, κτλ.· τὸ ὀρχηστικόν, Λογγῖν. 41. 1. ΙΙ. παντομιμικός, Λουκ. π. Ὀρχ. 31· - ὀρχηστρικὸς εἶναι πιθαν. ἡμαρτημ. γραφὴ ἀντὶ ὀρχηστικός, ἐν Θεοπόμπ. παρ’ Ἀθην. 531C.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
1 qui concerne la danse ; ἡ ὀρχηστική (τέχνη) l’art de la danse;
2 qui se livre à la danse.
Étymologie: ὀρχέω.
Greek Monolingual
-ή, -ό (Α ὀρχηστικός, -ή, -όν) ορχηστής
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην όρχηση, χορευτικός
2. το θηλ. ως ουσ. η ορχηστική
η τέχνη του χορευτή
αρχ.
1. ο κατάλληλος για όρχηση («τετραμέτρῳ ἐχρῶντο διὰ τὸ σατυρικὴν καὶ ὀρχηστικωτέραν εἶναι τὴν ποίησιν», Αριστοτ.)
2. ο επιδέξιος στην όρχηση
3. παντομιμικός.
επίρρ...
ὀρχηστικῶς (Α)
με ορχηστικό τρόπο, με ρυθμό.
Greek Monotonic
ὀρχηστικός: -ή, -όν,
I. αυτός που αναφέρεται ή είναι κατάλληλος για χορό, λέγεται για τον τροχαϊκό στίχο, σε Αριστ.
II. αυτός που αναφέρεται στην παντομίμα, σε Λουκ.
Russian (Dvoretsky)
ὀρχηστικός:
1) танцевальный (τέχνη Plat.; μέτρον Arst.);
2) пантомический Luc.;
3) любящий пляски Plut.
Middle Liddell
ὀρχηστικός, ή, όν
I. of or fit for dancing, of the trochaic verse, Arist.
II. pantomimic, Luc.