ὑπεκδύομαι: Difference between revisions
Νόμιζε γήμας δοῦλος εἶναι διὰ βίου → Uxore ducta vivere ut servus para → Nimm eine Frau und sei ihr Knecht ein Leben lang
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1") |
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=ypekdyomai | |Transliteration C=ypekdyomai | ||
|Beta Code=u(pekdu/omai | |Beta Code=u(pekdu/omai | ||
|Definition=Med., with aor. 2 and pf. Act., <span class="sense" | |Definition=Med., with aor. 2 and pf. Act., <span class="sense"> <span class="bld">A</span> [[slip out of]], [[escape]], c. acc., πόνους Τρωϊκοὺς ὑπεξέδυν <span class="bibl">E. <span class="title">Cyc.</span>347</span>, cf. Plu.2.170f, <span class="bibl">Opp.<span class="title">H.</span>3.384</span>, etc.: metaph., ὑπεκδυόμενοι τὴν Στοάν Phld.<span class="title">Sto.Herc.</span>339.13: also c. gen., <span class="bibl">Plu.<span class="title">Dem.</span>9</span>: abs., ὑπεκδύς [[having slipped out]], <span class="bibl">Hdt.1.10</span>, <span class="bibl">Plu.<span class="title">Arat.</span>9</span>, etc.; ὑπεκδέδυκα δεῦρ' ἔξω λάθρᾳ <span class="bibl">Men.<span class="title">Epit.</span>483</span>.—An Act. impf. [[ὑπεξέδυνε]] in <span class="bibl">Babr.4.4</span>.</span> | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Revision as of 08:20, 13 December 2020
English (LSJ)
Med., with aor. 2 and pf. Act., A slip out of, escape, c. acc., πόνους Τρωϊκοὺς ὑπεξέδυν E. Cyc.347, cf. Plu.2.170f, Opp.H.3.384, etc.: metaph., ὑπεκδυόμενοι τὴν Στοάν Phld.Sto.Herc.339.13: also c. gen., Plu.Dem.9: abs., ὑπεκδύς having slipped out, Hdt.1.10, Plu.Arat.9, etc.; ὑπεκδέδυκα δεῦρ' ἔξω λάθρᾳ Men.Epit.483.—An Act. impf. ὑπεξέδυνε in Babr.4.4.
Greek (Liddell-Scott)
ὑπεκδύομαι: Μέσ., μετ’ ἀορ. β΄ ἐνεργ.· ὑπεκφεύγω, μετ’ αἰτ., πόνους Τρωϊκοὺς ὑπεξέδυν θαλασσίους τε Εὐρ. Κύκλ. 347, πρβλ. Πλούτ. 2. 170F, κλπ.· ὡσαύτως μετὰ γεν., ὑπεκδῦναι τῆς πανηγύρεως Πλουτ. Δημ. 9· τοῦτον τὸν τρόπον ὑπεκδύομαι Ὁππ. Ἁλ. 3, 569· ἀπολ., ὑπεκδύς, ὑπεκφυγών, Ἡρόδ. 1. 10, Πλουτ. Ἄρατ. 9, κλπ.· ― Φέρεται ἐνεργ. ἐνεστ. ὑπεκδύνω, ὑπεξέδυνε δικτύου πολυτρήτου Βάβρ. 4. 4.
French (Bailly abrégé)
f. ὑπεκδύσομαι, ao.2 ὑπεξέδυν;
se dégager ou s’échapper secrètement : τῆς πανηγύρεως PLUT de l’assemblée générale.
Étymologie: ὑπό, ἐκδύομαι.
Greek Monolingual
και μτγ
ενεργ. τ. ὑπεκδύνω Α
υπεκφεύγω, αποφεύγω επιτήδεια («πόνους... Τρωικοὺς ὑπεξέδυν θαλασσίους τε», Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + ἐκδύομαι «γδύνομαι, διαφεύγω»].
Greek Monotonic
ὑπεκδύομαι: Μέσ., με Ενεργ. αόρ. βʹ, ξεφεύγω, ξεγλιστρώ, υπεκφεύγω, δραπετεύω, το σκάω, με αιτ., σε Ευρ.· με γεν., σε Πλούτ.· απόλ., ὑπεκδύς, αυτός που έχει ξεφύγει, υπεκφύγει, σε Ηρόδ.
Russian (Dvoretsky)
ὑπεκδύομαι: (aor. 2 ὑπεξέδυν) тайно уходить, убегать, ускользать (τι Eur., Plat. и τινος Plut.): ὑπεκδὺς καὶ ἀποδρὰς ἐκ τῆς πόλεως Plut. тайно бежав из города.
Middle Liddell
Mid., with aor2 act., to slip out of, escape, c. acc., Eur.; c. gen., Plut.; absol., ὑπεκδύς having slipped out, Hdt.