αὐτοκατάκριτος: Difference between revisions
ἀλλὰ σὺ μὲν νῦν στῆθι καὶ ἄμπνυε → but you, stop now and catch your breath | but do thou now stand, and get thy breath
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") |
m (Text replacement - " " to "") Tags: Mobile edit Mobile web edit |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=aftokatakritos | |Transliteration C=aftokatakritos | ||
|Beta Code=au)tokata/kritos | |Beta Code=au)tokata/kritos | ||
|Definition=ον, <span class="sense"> | |Definition=ον, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[self-condemned]], Ep.Tit.3.11, <span class="bibl">Ph.2.652</span>.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 20:02, 29 December 2020
English (LSJ)
ον, A self-condemned, Ep.Tit.3.11, Ph.2.652.
German (Pape)
[Seite 397] durch sich selbst verurtheilt, N. T.
Greek (Liddell-Scott)
αὐτοκατάκρῐτος: -ον, ὁ ἀφ’ ἑαυτοῦ κατακρινόμενος, Ἐπιστ. π. Τιτ. γʹ, 11, Ἐκκλ.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui se condamne soi-même.
Étymologie: αὐτός, κατακρίνω.
Spanish (DGE)
-ον
1 que se condena a sí mismo αἱρετικὸς ἄνθρωπος Ep.Tit.3.11.
2 adv. -ως como condenándose a sí mismo τίς δὲ κοσμήσει τὸν αὐ. ἑαυτὸν διαστρέφοντα; Epiph.Const.Haer.42.11.
English (Strong)
from αὐτός and a derivative or κατακρίνω; self-condemned: condemned of self.
English (Thayer)
ἀυτοκατακριτον (αὐτός, κατακρίνω), self-condemned: Winer's Grammar, § 34,3)).
Greek Monolingual
αὐτοκατάκριτος, -ον (AM) κατακρίνω
εκείνος του οποίου τα έργα επισύρουν την κατάκριση, ο αξιοκατάκριτος.
Greek Monotonic
αὐτοκατάκρῐτος: -ον (κατακρίνω), αυτός που κατακρίνει, καταδικάζει τον εαυτό του, σε Καινή Διαθήκη
Russian (Dvoretsky)
αὐτοκατάκρῐτος: сам себя осудивший NT.
Middle Liddell
κατακρίνω
self-condemned, NTest.
Chinese
原文音譯:aÙtokat£kritoj 凹拖-卡他-克里拖士
詞類次數:形容詞(1)
原文字根:同一的-向下-審判的
字義溯源:自己定罪,自責的,自知不是;由(αὐτός)=自己)與(κατακρίνω)=判罪)組成;其中 (αὐτός)出自(Ἀττάλεια)X*=反身),而 (κατακρίνω)又由(κατά / καθεῖς / καθημέραν / κατακύπτω)*=下,按照)與(κρίνω)*=辨別)組成
出現次數:總共(1);多(1)
譯字彙編:
1) 自己定罪自己(1) 多3:11