γεωγραφία: Difference between revisions
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") |
m (Text replacement - " " to "") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=geografia | |Transliteration C=geografia | ||
|Beta Code=gewgrafi/a | |Beta Code=gewgrafi/a | ||
|Definition=ἡ, <span class="sense"> | |Definition=ἡ, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[geography]], <span class="bibl">Phld.<span class="title">Po.</span>5.1425.2</span>, Str. l. c. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> [[geographical work]], <span class="bibl">Democr.14c</span>, <span class="bibl">Plu.<span class="title">Thes.</span>1</span> (pl.), <span class="bibl">Porph. <span class="title">Antr.</span>4</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">2</span> [[map]], στρογγύλας γράφοντες τὰς γ. <span class="bibl">Gem.16.4</span>.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 20:55, 29 December 2020
English (LSJ)
ἡ, A geography, Phld.Po.5.1425.2, Str. l. c. II geographical work, Democr.14c, Plu.Thes.1 (pl.), Porph. Antr.4. 2 map, στρογγύλας γράφοντες τὰς γ. Gem.16.4.
German (Pape)
[Seite 488] ἡ, Erdbeschreibung; Erdabzeichnung, Charte, Plut. Thes. 1, im plur.
Greek (Liddell-Scott)
γεωγρᾰφία: ἡ, ἡ τῆς γῆς περιγραφή, Πλούτ. Θησ. 1. ΙΙ. χάρτης γεωγραφικός, Γέμιν. Φαινομ. 3.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
1 description de la terre, géographie;
2 carte géographique.
Étymologie: γεωγράφος.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
• Alolema(s): jón. -ίη Democr.B 14c
I 1tratado geográfico Democr.l.c., Plu.Thes.1, Porph.Antr.4, tít. de la obra de Ptolomeo, Marcian.Peripl.1 proem.
2 mapa στρογγύλας γράφοντες τὰς γεωγραφίας Gem.16.4.
II abstr. geografía como ciencia πραγματεύεσθαι περὶ γεωγραφίας Plb.34.5.1, Phld.Po.5.2.26, Str.1.1.16.
Greek Monolingual
η (AM γεωγραφία) γεωγράφος
1. η επιστήμη που ασχολείται με την περιγραφή της επιφάνειας της γης και τών ποικίλων φαινομένων πάνω σ' αυτήν
2. πραγματεία, σύγγραμμα ή διδακτικό εγχειρίδιο το οποίο πραγματεύεται θέματα της γεωγραφίας
νεοελλ.
φρ.
1. «βοτανική γεωγραφία» — η φυτογεωγραφία
2. «γλωσσική γεωγραφία» — η γλωσσογεωγραφία, ο κλάδος της γλωσσολογίας που μελετά την εξάπλωση τών γλωσσικών φαινομένων στον γεωγραφικό χάρτη
3. «ιατρική γεωγραφία» — ο κλάδος της ιατρικής ο οποίος μελετά την εμφάνιση τών διαφόρων νόσων και την εξάπλωσή τους στις διάφορες περιοχές της γης
αρχ.
1. η περιγραφή της γής
2. γεωγραφικός χάρτης.
Greek Monotonic
γεωγρᾰφία: ἡ, γεωγραφία, η περιγραφή της γήινης επιφάνειας, σε Πλούτ.
Russian (Dvoretsky)
γεωγρᾰφία: ἡ землеописание, сочинение по географии Plut., Diog. L.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
γεωγραφία -ας, ἡ, Ion. γεωγραφίη [γῆ, γράφω Geografie\n (titel van werk over geografie).