θεοσοφία: Difference between revisions
Μὴ φεῦγ' ἑταῖρον ἐν κακοῖσι κείμενον → Ne fuge sodalem, cum calamitas ingruit → Lass einen Freund in Schwierigkeiten nicht im Stich
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") |
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=theosofia | |Transliteration C=theosofia | ||
|Beta Code=qeosofi/a | |Beta Code=qeosofi/a | ||
|Definition=ἡ, <span class="sense"> | |Definition=ἡ, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[knowledge of things divine]], [[theosophy]], PMag.Leid.W.6.17; <b class="b3">ἡ ἄγαν θεοσοφία</b>. <span class="bibl">Porph.<span class="title">Abst.</span>4.9</span>; <b class="b3">Ἑλληνική θεοσοφία, Χαλδαϊκὴ θεοσοφία</b>, <span class="bibl">Procl.<span class="title">Theol.Plat.</span>5.35</span>, <span class="bibl">Dam. <span class="title">Pr.</span>350</span>.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 09:50, 30 December 2020
English (LSJ)
ἡ, A knowledge of things divine, theosophy, PMag.Leid.W.6.17; ἡ ἄγαν θεοσοφία. Porph.Abst.4.9; Ἑλληνική θεοσοφία, Χαλδαϊκὴ θεοσοφία, Procl.Theol.Plat.5.35, Dam. Pr.350.
German (Pape)
[Seite 1198] ἡ, = θεολογία, Dion. Ar.
Greek (Liddell-Scott)
θεοσοφία: ἡ, γνῶσις τῶν θείων, θεία σοφία, Ἐκκλ.
Spanish
conocimiento de lo divino, sabiduría divina
Greek Monolingual
η (Α θεοσοφία) θεόσοφος
η γνώση τών θείων πραγμάτων, η θεία σοφία
νεοελλ.
(φιλοσ.)
1. φιλοσοφικοθρησκευτική δοξασία κατά την οποία ο άνθρωπος ως πνευματικό ον αποτελείται από την ίδια ουσία με τον θεό, με τον οποίο επιδιώκει να επικοινωνήσει
2. σύστημα θεολογικής και μεταφυσικής φιλοσοφίας το οποίο προσπαθεί να συνενώσει όλες τις θρησκείες με την επιστήμη.