λοχεῖος: Difference between revisions

From LSJ

πῶς δ' οὐκ ἀρίστη; τίς δ' ἐναντιώσεται; τί χρὴ γενέσθαι τὴν ὑπερβεβλημένην γυναῖκα; (Euripides' Alcestis 152-54) → How is she not noblest? Who will deny it? What must a woman have become to surpass her?

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")
m (Text replacement - "<span class="bibl">1</span>" to "''1''")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=locheios
|Transliteration C=locheios
|Beta Code=loxei=os
|Beta Code=loxei=os
|Definition=α, ον, and ος, ον, <span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> = [[λόχιος]] (q.v.), <b class="b3">λοχείους ἡμέρας</b> days [[of thanks for safe delivery]], Plu.2.377c; θυέτωσαν… αἱ τὰ λ. ἐκπορευόμεναι καὶ ζωννύμεναι <span class="title">Milet.</span>1(7).204b9; [[λοχεῖα]] (sc. [[χωρία]]) <b class="b3"> λιποῦσα</b> having left [[the place where she bore the child]], <span class="bibl">E.<span class="title">IT</span>1241</span> (lyr.); cf. [[λοχαῖος]]: Subst. <b class="b3">λοχεῖα, τά,</b> = [[λοχεία]] <span class="bibl">1</span>, <span class="bibl">Hp. <span class="title">Mul.</span>1.29</span>, Ruf. ap. <span class="bibl">Orib.5.3.16</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">2</span> <b class="b3">Λοχεία, ἡ</b>, title of Artemis, = [[Λοχία]], <span class="title">IG</span>9(2).141, 142 (Theb. Phthiot.), <span class="bibl">Orph.<span class="title">H.</span>36.3</span>, etc.</span>
|Definition=α, ον, and ος, ον, <span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> = [[λόχιος]] (q.v.), <b class="b3">λοχείους ἡμέρας</b> days [[of thanks for safe delivery]], Plu.2.377c; θυέτωσαν… αἱ τὰ λ. ἐκπορευόμεναι καὶ ζωννύμεναι <span class="title">Milet.</span>1(7).204b9; [[λοχεῖα]] (sc. [[χωρία]]) <b class="b3"> λιποῦσα</b> having left [[the place where she bore the child]], <span class="bibl">E.<span class="title">IT</span>1241</span> (lyr.); cf. [[λοχαῖος]]: Subst. <b class="b3">λοχεῖα, τά,</b> = [[λοχεία]] ''1'', <span class="bibl">Hp. <span class="title">Mul.</span>1.29</span>, Ruf. ap. <span class="bibl">Orib.5.3.16</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">2</span> <b class="b3">Λοχεία, ἡ</b>, title of Artemis, = [[Λοχία]], <span class="title">IG</span>9(2).141, 142 (Theb. Phthiot.), <span class="bibl">Orph.<span class="title">H.</span>36.3</span>, etc.</span>
}}
}}
{{ls
{{ls

Revision as of 15:30, 29 December 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λοχεῖος Medium diacritics: λοχεῖος Low diacritics: λοχείος Capitals: ΛΟΧΕΙΟΣ
Transliteration A: locheîos Transliteration B: locheios Transliteration C: locheios Beta Code: loxei=os

English (LSJ)

α, ον, and ος, ον,    A = λόχιος (q.v.), λοχείους ἡμέρας days of thanks for safe delivery, Plu.2.377c; θυέτωσαν… αἱ τὰ λ. ἐκπορευόμεναι καὶ ζωννύμεναι Milet.1(7).204b9; λοχεῖα (sc. χωρία) λιποῦσα having left the place where she bore the child, E.IT1241 (lyr.); cf. λοχαῖος: Subst. λοχεῖα, τά, = λοχεία 1, Hp. Mul.1.29, Ruf. ap. Orib.5.3.16.    2 Λοχεία, ἡ, title of Artemis, = Λοχία, IG9(2).141, 142 (Theb. Phthiot.), Orph.H.36.3, etc.

Greek (Liddell-Scott)

λοχεῖος: -α, -ον, καὶ ος, ον, = λόχιος, (ὃ ἴδε), λ. ἡμέραι, ἡμέραι εὐχαριστήριοι δι’ εὐτυχῆ τοκετόν, Πλούτ. 2. 377C· λοχεῖα (ἐξυπ. χωρία) λιποῦσα, ἐγκαταλιποῦσα τὸν τόπον ἔνθα ἔτεκε τὸ παιδίον, Εὐρ. Ι. Τ. 1241· πρβλ. λοχαῖος. 2) ἡ Λοχεία, = ἡ Λοχία, ἐπὶ τῆς Ἀρτέμιδος, Ὀρφ. Ὕμν. 35. 3, κτλ.

French (Bailly abrégé)

α ou ος, ον :
1 qui concerne l’accouchement ; τὰ λοχεῖα (χωρία) lieu où se fait l’accouchement;
2 qui préside aux accouchements (Artémis).
Étymologie: λόχος.

Greek Monolingual

-α, -ο (Α λοχεῑος, -ία, -ον θηλ. και -ος)
1. ο τόπος όπου γεννά μια μητέρα (α. «λοχεῑα κλεινὰ λιποῡσα» — αφού εγκατέλειψε τον τόπο όπου γέννησε το παιδί, Ευρ.
β. «αἱ λόχειοι ἡμέραι» — μέρες καθιερωμένες για ευχαριστίες ύστερα από ευτυχή τοκετό, Πλούτ.)
2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ. (τὰ λοχεῑα
τα λόχια
αρχ.
(το θηλ. ως κύριο όν.) ἡ Λοχεία
η Λοχία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λόχος «τοκετός, γέννημα» + κατάλ. -ειος (πρβλ. οικ-είος, σπονδ-είος)].

Greek Monotonic

λοχεῖος: -α, -ον, και λοχεῖος, -ον, = λόχιος, λοχεῖα (ενν. χωρία), τόπος γέννησης, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

λοχεῖος: и 2 λόχος 8] связанный с родами (τὰς λοχείους ἡμέρας ἑορτάζειν Plut.).

Middle Liddell

λοχεῖος, η, ον = λόχιος, λοχεῖα (sub. χωρία)]
the place of childbirth, Eur.